backed

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/bækt/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(bakt)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: backed, back

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
backed adj (supported, endorsed) (εγκρίνεται)που υποστηρίζεται από, που στηρίζεται από περίφρ
  που έχει την υποστήριξη, που έχει τη στήριξη περίφρ
 The Inquisition was backed by the Church.
 Η Ιερά Εξέταση είχε την υποστήριξη της Εκκλησίας.
backed,
-backed
adj
(with a back covering of [sth])με πίσω επένδυση, με πίσω κάλυμμα περίφρ
  (από πίσω)επενδεδυμένος, καλυμμένος μτχ πρκ
Σχόλιο: Used in combination
 The man spoke into a leather-backed cellphone.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
back n (body: spine)πλάτη, ράχη ουσ θηλ
 He hurt his back playing tennis.
 Χτύπησε την πλάτη (or: ράχη) του παίζοντας τένις.
back n (reverse side)πίσω μέρος έκφρ
  πίσω πλευρά, πίσω όψη έκφρ
 Please read the text on the back of the paper.
 Παρακαλώ διαβάστε το κείμενο στο πίσω μέρος της σελίδας.
back of [sth] n (rear) (με γενική)πίσω μέρος έκφρ
 I can sit in the back of the car and you can sit in the front.
 Μπορώ να καθίσω στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου κι εσύ μπορείς να καθίσεις μπροστά.
back adv (returning) (κατεύθυνση)πίσω επίρ
Σχόλιο: Συχνά όταν το επίρρημα back συνδυάζεται με κάποιο ρήμα κίνησης, ο συνδυασμός τους μεταφράζεται με το ρήμα «επιστρέφω».
 After the picnic, they walked back to the car and drove home.
 Μετά το πικνίκ, περπάτησαν πίσω προς το αυτοκίνητο και πήγαν σπίτι.
back vi (move backward)κάνω όπισθεν περίφρ
 He backed into the parking space.
 Έκανε όπισθεν και μπήκε στη θέση παρκαρίσματος.
back [sth] vtr (move in reverse) (με αυτοκίνητο)κάνω όπισθεν περίφρ
  (επίσημο)οπισθοχωρώ ρ αμ
  (καθομιλουμένη)πηγαίνω πίσω, κάνω πίσω περίφρ
 He backed the car down the driveway ... right into a lamppost.
 Έκανε όπισθεν με το αυτοκίνητο στο δρομάκι κι έπεσε κατευθείαν πάνω στον στύλο του ηλεκτρικού.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τα στρατεύματα οπισθοχώρησαν στη βάση έξω από το χωριό.
 Πήγε (or: Έκανε) πίσω με το αμάξι στο δρομάκι κι έπεσε κατευθείαν πάνω στον στύλο του ηλεκτρικού.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
back adj (last, final)πίσω επίρ ως επίθ
  τελευταίος επίθ
 The back pages of the magazine are devoted to advertisements.
 Οι πίσω (or: τελευταίες) σελίδες του περιοδικού έχουν διαφημίσεις.
back adj (remote)απομακρυσμένος μτχ πρκ
 They're going to camp out in the back woods.
back adj (at the rear)πίσω επίρ ως επίθ
  (ανεπίσημο)πισινός επίθ
  (επίσημο)οπίσθιος επίθ
 How many passengers will fit on your back seat?
 Πόσοι επιβάτες χωράνε στο πίσω κάθισμα;
back adj (of the past)παλιός, προηγούμενος επίθ
  (επίσημο)παρελθοντικός επίθ
 I would like to buy a back copy of the magazine.
back adj (in arrears) (οικονομικά)αναδρομικός επίθ
  χρωστούμενος, οφειλόμενος μτχ ενεστ
 She received back pay to make up for the accounting error.
back adj (going back)προς τα πίσω έκφρ
 His back pass led to the goal that won the match.
back adv (in return) (επιστροφή)πίσω επίρ
 She gave back the book.
 Έδωσε πίσω το βιβλίο.
back n (reverse side: body part)πίσω μέρος έκφρ
 She wrote his telephone number on the back of her hand.
back n (rear)πίσω μέρος έκφρ
 We hired a van and put the boxes in the back.
back n (part of [sth] covering the back)πίσω μέρος έκφρ
  (συχνά μεταφορικά)πλάτη ουσ θηλ
 The company's logo will appear on the shirt back.
back n (reverse side: chair)πλάτη ουσ θηλ
 He placed his hands on the back of the chair.
back [sth] vtr (support [sth])υποστηρίζω, στηρίζω ρ μ
 You should back your argument with facts.
 Πρέπει να μπορείς να στηρίξεις (or: υποστηρίξεις) τα επιχειρήματά σου με στοιχεία.
back [sth/sb] vtr (wager on) (σε κάτι/κάποιον)στοιχηματίζω, ποντάρω ρ μ
 Which horse should we back?
back [sth] vtr (form background of)είμαι στο πίσω μέρος, βρίσκομαι στο πίσω μέρος ρ έκφρ
  είμαι πίσω από, βρίσκομαι πίσω από ρ έκφρ
  είμαι στο παρασκήνιο, είμαι στο φόντο ρ έκφρ
 The field is backed by a row of trees.
back [sb] vtr informal (music: accompany) (μουσική: σε κάποιον)κάνω support έκφρ
  (μουσική: με κάποιον)παίζω ρ αμ
 They're going to back Bob Dylan on his next tour.
back [sth] vtr (mount) (φωτογραφία)μοντάρω ρ μ
 She backed the photo with grey card.
back [sb] vtr (support [sb])υποστηρίζω, στηρίζω ρ μ
 I back this candidate for mayor.
 Υποστηρίζω (or: Στηρίζω) αυτόν τον υποψήφιο για δήμαρχο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
back | backed
ΑγγλικάΕλληνικά
answer back vi phrasal informal (reply impudently)αντιμιλώ ρ αμ
 Take your hands out of your pockets and don't answer back, young man!
answer [sb] back vtr phrasal sep informal (reply impudently)αντιμιλώ ρ αμ
 If she gets bossy, answer her back.
answer [sb] back vtr phrasal sep informal (respond)απαντώ ρ μ
 I left a message for him but he hasn't answered me back.
 Του άφησα ένα μήνυμα αλλά δε μου απάντησε.
ask [sb] back vtr phrasal sep (invite [sb] to return)προσκαλώ πάλι περίφρ
 The panel asked the candidate back for a second interview.
ask [sb] back vtr phrasal sep UK (invite back to home)καλώ στο σπίτι περίφρ
 When they left the club, Zoe asked Luke back and he said yes.
back away vi phrasal (retreat)απομακρύνομαι ρ αμ
  οπισθοχωρώ ρ αμ
 Back away from the cookies and no one gets hurt.
 He nodded vaguely, continuing to dodge and back away.
 Απομακρύνσου από τα μπισκότα και δεν θα πάθει κανείς κακό.
back down vi phrasal (give in, yield)υποχωρώ, ενδίδω ρ αμ
  (μεταφορικά)λυγίζω ρ αμ
 Despite the evidence, he refused to back down.
 Παρά τις αποδείξεις αρνήθηκε να ενδώσει (or: να λυγίσει).
back off vi phrasal (withdraw, retreat)αποχωρώ, αποσύρομαι, αποτραβιέμαι ρ αμ
 The guys backed off when they saw the police coming.
 Οι τύποι αποχώρησαν (or: αποτραβήχτηκαν), όταν είδα ότι έρχεται η αστυνομία.
back off vi phrasal (stop harassing or nagging [sb])αφήνω κπ στην ησυχία του έκφρ
 My French teacher is always picking on me to answer questions in class; I wish she'd back off!
back out vi phrasal (withdraw involvement)αποχωρώ, αποσύρομαι, αποτραβιέμαι, υπαναχωρώ ρ αμ
 At the last minute, the investors backed out.
 Την τελευταία στιγμή οι επενδυτές αποσύρθηκαν.
back out of [sth] vi phrasal + prep (promise: break)υπαναχωρώ από κτ ρ αμ + πρόθ
  (καθομιλουμένη, μεταφορικά)κάνω πίσω από κτ έκφρ
 The couple buying our house backed out of the purchase at the last minute.
back out of doing [sth] vi phrasal + prep (withdraw from)ανακαλώ τη δέσμευση μου να κάνω κτ περίφρ
  (καθομιλουμένη, μεταφορικά)κάνω πίσω από κτ
 Sue backed out of helping us paint the house.
 Η Σου ανακάλεσε τη δέσμευσή της να μας βοηθήσει στο βάψιμο του σπιτιού.
back over [sth/sb] vtr phrasal insep (vehicle: run over in reverse)πατάω κάνοντας όπισθεν
Σχόλιο: Συνήθως αποδίδεται περιφραστικά ή αγνοείται η φορά της κίνησης (πχ «Ωχ, όχι! Νομίζω ότι μόλις πάτησα το ποδήλατο του γιου μου.»)
 Oh no! I think I just backed over my son's bike.
 Ωχ, όχι! Νομίζω ότι τώρα που έκανα όπισθεν πάτησα το ποδήλατο του γιου μου.
back [sth] up,
back up [sth]
vtr phrasal sep
(computing: make copies)αντιγράφω, δημιουργώ αντίγραφα ρ μ
Σχόλιο: The single-word form is used when the term is a noun or an adjective.
 It is advisable to back up all the files on your computer regularly, in case of breakdown.
 Είναι καλό να δημιουργείτε τακτικά αντίγραφα όλων των αρχείων στον υπολογιστή σας, για την περίπτωση βλάβης.
back [sb] up vtr phrasal sep (support)υποστηρίζω, στηρίζω ρ μ
  παίρνω το μέρος κάποιου έκφρ
 Go ahead and tell the boss just what happened; I'll back you up on it.
 Προχώρα και πες στο αφεντικό τι έγινε μόλις τώρα. Θα σε υποστηρίξω.
back [sth] up,
back up [sth]
vtr phrasal sep
(confirm: fact, argument)επιβεβαιώνω, επαληθεύω, πιστοποιώ, διαπιστώνω ρ μ
 The accused man insisted that his wife would back up his story and give him an alibi.
 Ο κατηγορούμενος επέμενε ότι η γυναίκα του θα επιβεβαίωνε την εκδοχή του και θα του έδινε άλλοθι.
back [sth] up,
back up [sth]
vtr phrasal sep
(vehicle: reverse)κάνω όπισθεν με κτ περίφρ
  πάω πίσω με κτ περίφρ
 It's difficult to back up a truck when a trailer is attached.
 Είναι δύσκολο να κάνεις όπισθεν με ένα φορτηγάκι, όταν σε αυτό έχει προσαρτηθεί και τροχόσπιτο.
back up vi phrasal (move in reverse) (αυτοκίνητο)κάνω όπισθεν ρ εκφρ
 A loud beeping alerts other road users when the lorry is backing up.
back up vi phrasal (water: accumulate)μαζεύομαι ρ αμ
 Water has backed up into the toilet and the flush won't work.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
backed | back
ΑγγλικάΕλληνικά
assets-backed adj (finance: type of security) (χρηματοοικοικονομικά)προερχόμενος από τιτλοποίηση περίφρ
 Our investment in asset-backed securities has yielded good returns.
backed up,
backed-up
adj
(pipe, etc.: blocked) (σωλήνα, κτλ)φραγμένος, βουλωμένος μτχ πρκ
 The plumbing was backed up because of excess hair in the drain.
high-backed adj (chair, etc.: have a high back) (κάθισμα)με ψηλή πλάτη περίφρ
military-backed adj (supported by the armed forces)με στρατιωτική στήριξη, με στρατιωτική υποστήριξη, με τη στήριξη του στρατού περίφρ
saddle-backed adj (curved)καμπυλωτός, κυρτός επίθ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'backed' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: [government, state] -backed [bonds, contracts, banks], a [UN] -backed [intervention, proposal, war], [adhesive, foam, silver, gold] -backed, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση backed στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «backed».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!