Κύριες μεταφράσεις |
back n | (body: spine) | πλάτη, ράχη ουσ θηλ |
| He hurt his back playing tennis. |
| Χτύπησε την πλάτη (or: ράχη) του παίζοντας τένις. |
back n | (reverse side) | πίσω μέρος έκφρ |
| | πίσω πλευρά, πίσω όψη έκφρ |
| Please read the text on the back of the paper. |
| Παρακαλώ διαβάστε το κείμενο στο πίσω μέρος της σελίδας. |
back of [sth] n | (rear) (με γενική) | πίσω μέρος έκφρ |
| I can sit in the back of the car and you can sit in the front. |
| Μπορώ να καθίσω στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου κι εσύ μπορείς να καθίσεις μπροστά. |
back adv | (returning) (κατεύθυνση) | πίσω επίρ |
Σχόλιο: Συχνά όταν το επίρρημα back συνδυάζεται με κάποιο ρήμα κίνησης, ο συνδυασμός τους μεταφράζεται με το ρήμα «επιστρέφω». |
| After the picnic, they walked back to the car and drove home. |
| Μετά το πικνίκ, περπάτησαν πίσω προς το αυτοκίνητο και πήγαν σπίτι. |
back⇒ vi | (move backward) | κάνω όπισθεν περίφρ |
| He backed into the parking space. |
| Έκανε όπισθεν και μπήκε στη θέση παρκαρίσματος. |
back [sth]⇒ vtr | (move in reverse) (με αυτοκίνητο) | κάνω όπισθεν περίφρ |
| (επίσημο) | οπισθοχωρώ ρ αμ |
| (καθομιλουμένη) | πηγαίνω πίσω, κάνω πίσω περίφρ |
| He backed the car down the driveway ... right into a lamppost. |
| Έκανε όπισθεν με το αυτοκίνητο στο δρομάκι κι έπεσε κατευθείαν πάνω στον στύλο του ηλεκτρικού. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τα στρατεύματα οπισθοχώρησαν στη βάση έξω από το χωριό. |
| Πήγε (or: Έκανε) πίσω με το αμάξι στο δρομάκι κι έπεσε κατευθείαν πάνω στον στύλο του ηλεκτρικού. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
back adj | (last, final) | πίσω επίρ ως επίθ |
| | τελευταίος επίθ |
| The back pages of the magazine are devoted to advertisements. |
| Οι πίσω (or: τελευταίες) σελίδες του περιοδικού έχουν διαφημίσεις. |
back adj | (remote) | απομακρυσμένος μτχ πρκ |
| They're going to camp out in the back woods. |
back adj | (at the rear) | πίσω επίρ ως επίθ |
| (ανεπίσημο) | πισινός επίθ |
| (επίσημο) | οπίσθιος επίθ |
| How many passengers will fit on your back seat? |
| Πόσοι επιβάτες χωράνε στο πίσω κάθισμα; |
back adj | (of the past) | παλιός, προηγούμενος επίθ |
| (επίσημο) | παρελθοντικός επίθ |
| I would like to buy a back copy of the magazine. |
back adj | (in arrears) (οικονομικά) | αναδρομικός επίθ |
| | χρωστούμενος, οφειλόμενος μτχ ενεστ |
| She received back pay to make up for the accounting error. |
back adj | (going back) | προς τα πίσω έκφρ |
| His back pass led to the goal that won the match. |
back adv | (in return) (επιστροφή) | πίσω επίρ |
| She gave back the book. |
| Έδωσε πίσω το βιβλίο. |
back n | (reverse side: body part) | πίσω μέρος έκφρ |
| She wrote his telephone number on the back of her hand. |
back n | (rear) | πίσω μέρος έκφρ |
| We hired a van and put the boxes in the back. |
back n | (part of [sth] covering the back) | πίσω μέρος έκφρ |
| (συχνά μεταφορικά) | πλάτη ουσ θηλ |
| The company's logo will appear on the shirt back. |
back n | (reverse side: chair) | πλάτη ουσ θηλ |
| He placed his hands on the back of the chair. |
back [sth] vtr | (support [sth]) | υποστηρίζω, στηρίζω ρ μ |
| You should back your argument with facts. |
| Πρέπει να μπορείς να στηρίξεις (or: υποστηρίξεις) τα επιχειρήματά σου με στοιχεία. |
back [sth/sb]⇒ vtr | (wager on) (σε κάτι/κάποιον) | στοιχηματίζω, ποντάρω ρ μ |
| Which horse should we back? |
back [sth]⇒ vtr | (form background of) | είμαι στο πίσω μέρος, βρίσκομαι στο πίσω μέρος ρ έκφρ |
| | είμαι πίσω από, βρίσκομαι πίσω από ρ έκφρ |
| | είμαι στο παρασκήνιο, είμαι στο φόντο ρ έκφρ |
| The field is backed by a row of trees. |
back [sb]⇒ vtr | informal (music: accompany) (μουσική: σε κάποιον) | κάνω support έκφρ |
| (μουσική: με κάποιον) | παίζω ρ αμ |
| They're going to back Bob Dylan on his next tour. |
back [sth]⇒ vtr | (mount) (φωτογραφία) | μοντάρω ρ μ |
| She backed the photo with grey card. |
back [sb]⇒ vtr | (support [sb]) | υποστηρίζω, στηρίζω ρ μ |
| I back this candidate for mayor. |
| Υποστηρίζω (or: Στηρίζω) αυτόν τον υποψήφιο για δήμαρχο. |
Phrasal verbs back | backed |
answer back vi phrasal | informal (reply impudently) | αντιμιλώ ρ αμ |
| Take your hands out of your pockets and don't answer back, young man! |
answer [sb] back vtr phrasal sep | informal (reply impudently) | αντιμιλώ ρ αμ |
| If she gets bossy, answer her back. |
answer [sb] back vtr phrasal sep | informal (respond) | απαντώ ρ μ |
| I left a message for him but he hasn't answered me back. |
| Του άφησα ένα μήνυμα αλλά δε μου απάντησε. |
ask [sb] back vtr phrasal sep | (invite [sb] to return) | προσκαλώ πάλι περίφρ |
| The panel asked the candidate back for a second interview. |
ask [sb] back vtr phrasal sep | UK (invite back to home) | καλώ στο σπίτι περίφρ |
| When they left the club, Zoe asked Luke back and he said yes. |
back away vi phrasal | (retreat) | απομακρύνομαι ρ αμ |
| | οπισθοχωρώ ρ αμ |
| Back away from the cookies and no one gets hurt. |
| He nodded vaguely, continuing to dodge and back away. |
| Απομακρύνσου από τα μπισκότα και δεν θα πάθει κανείς κακό. |
back down vi phrasal | (give in, yield) | υποχωρώ, ενδίδω ρ αμ |
| (μεταφορικά) | λυγίζω ρ αμ |
| Despite the evidence, he refused to back down. |
| Παρά τις αποδείξεις αρνήθηκε να ενδώσει (or: να λυγίσει). |
back off vi phrasal | (withdraw, retreat) | αποχωρώ, αποσύρομαι, αποτραβιέμαι ρ αμ |
| The guys backed off when they saw the police coming. |
| Οι τύποι αποχώρησαν (or: αποτραβήχτηκαν), όταν είδα ότι έρχεται η αστυνομία. |
back off vi phrasal | (stop harassing or nagging [sb]) | αφήνω κπ στην ησυχία του έκφρ |
| My French teacher is always picking on me to answer questions in class; I wish she'd back off! |
back out vi phrasal | (withdraw involvement) | αποχωρώ, αποσύρομαι, αποτραβιέμαι, υπαναχωρώ ρ αμ |
| At the last minute, the investors backed out. |
| Την τελευταία στιγμή οι επενδυτές αποσύρθηκαν. |
back out of [sth] vi phrasal + prep | (promise: break) | υπαναχωρώ από κτ ρ αμ + πρόθ |
| (καθομιλουμένη, μεταφορικά) | κάνω πίσω από κτ έκφρ |
| The couple buying our house backed out of the purchase at the last minute. |
back out of doing [sth] vi phrasal + prep | (withdraw from) | ανακαλώ τη δέσμευση μου να κάνω κτ περίφρ |
| (καθομιλουμένη, μεταφορικά) | κάνω πίσω από κτ |
| Sue backed out of helping us paint the house. |
| Η Σου ανακάλεσε τη δέσμευσή της να μας βοηθήσει στο βάψιμο του σπιτιού. |
back over [sth/sb] vtr phrasal insep | (vehicle: run over in reverse) | πατάω κάνοντας όπισθεν |
Σχόλιο: Συνήθως αποδίδεται περιφραστικά ή αγνοείται η φορά της κίνησης (πχ «Ωχ, όχι! Νομίζω ότι μόλις πάτησα το ποδήλατο του γιου μου.») |
| Oh no! I think I just backed over my son's bike. |
| Ωχ, όχι! Νομίζω ότι τώρα που έκανα όπισθεν πάτησα το ποδήλατο του γιου μου. |
back [sth] up, back up [sth] vtr phrasal sep | (computing: make copies) | αντιγράφω, δημιουργώ αντίγραφα ρ μ |
Σχόλιο: The single-word form is used when the term is a noun or an adjective. |
| It is advisable to back up all the files on your computer regularly, in case of breakdown. |
| Είναι καλό να δημιουργείτε τακτικά αντίγραφα όλων των αρχείων στον υπολογιστή σας, για την περίπτωση βλάβης. |
back [sb] up vtr phrasal sep | (support) | υποστηρίζω, στηρίζω ρ μ |
| | παίρνω το μέρος κάποιου έκφρ |
| Go ahead and tell the boss just what happened; I'll back you up on it. |
| Προχώρα και πες στο αφεντικό τι έγινε μόλις τώρα. Θα σε υποστηρίξω. |
back [sth] up, back up [sth] vtr phrasal sep | (confirm: fact, argument) | επιβεβαιώνω, επαληθεύω, πιστοποιώ, διαπιστώνω ρ μ |
| The accused man insisted that his wife would back up his story and give him an alibi. |
| Ο κατηγορούμενος επέμενε ότι η γυναίκα του θα επιβεβαίωνε την εκδοχή του και θα του έδινε άλλοθι. |
back [sth] up, back up [sth] vtr phrasal sep | (vehicle: reverse) | κάνω όπισθεν με κτ περίφρ |
| | πάω πίσω με κτ περίφρ |
| It's difficult to back up a truck when a trailer is attached. |
| Είναι δύσκολο να κάνεις όπισθεν με ένα φορτηγάκι, όταν σε αυτό έχει προσαρτηθεί και τροχόσπιτο. |
back up vi phrasal | (move in reverse) (αυτοκίνητο) | κάνω όπισθεν ρ εκφρ |
| A loud beeping alerts other road users when the lorry is backing up. |
back up vi phrasal | (water: accumulate) | μαζεύομαι ρ αμ |
| Water has backed up into the toilet and the flush won't work. |