WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| backbone n | (anatomy: spine) | σπονδυλική στήλη επίθ + ουσ θηλ |
| | (καθομιλουμένη) | ραχοκοκαλιά ουσ θηλ |
| | Carrie broke her backbone when she fell down the stairs. |
| | Η Κάρυ έσπασε την σπονδυλική της στήλη όταν έπεσε από τις σκάλες. |
| backbone n | figurative (determination, courage) (μεταφορικά) | κότσια ουσ ουδ πλ |
| | (καθομιλουμένη) | τσαγανό ουσ ουδ |
| | It takes backbone to confront your boss. |
| | Θέλει κότσια να αντιμετωπίσεις το αφεντικό σου. |
backbone of [sth], [sth]'s backbone n | figurative ([sth/sb] that supports) | στυλοβάτης ουσ αρσ |
| | (μτφ: για αφηρημένες έννοιες) | ραχοκοκαλιά ουσ θηλ |
| | Jerry is the backbone of this office; it would never succeed without him. |
| | Ο Τζέρρυ είναι ο στυλοβάτης αυτού του γραφείου. Δεν θα υπήρχαν επιτυχίες χωρίς αυτόν. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| backbone n | (computer network) | δίκτυο κορμού φρ ως ουσ ουδ |
| | | κορμός ουσ αρσ |
| | All of the offices in this building are connected to the backbone. |