withdrawn

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/wɪðˈdrɔːn/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/wɪðˈdrɔn, wɪθ-/ ,USA pronunciation: respelling(wiᵺ drôn, with-)

From the verb withdraw: (⇒ conjugate)
withdrawn is: Click the infinitive to see all available inflections
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: withdrawn, withdraw

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
withdrawn adj (removed)που αποσύρθηκε περίφρ
  (λόγιος)αποσυρθείς μτχ αορ
 The withdrawn goods were sent back to the manufacturer.
 Τα προϊόντα που αποσύρθηκαν εστάλησαν πίσω στον κατασκευαστή.
withdrawn adj (person: not communicating) (μεταφορικά)που έχει κλειστεί στον εαυτό του έκφρ
  κλειστός επίθ
  (ελαφρώς μειωτικό)μονόχνοτος επίθ
 Since the accident, Ned has become withdrawn.
 Μετά το ατύχημα, ο Νεντ έχει κλειστεί στον εαυτό του.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
withdraw vi (military: retreat)αποσύρομαι ρ αμ
  αποχωρώ ρ αμ
 The regiment was forced to withdraw after suffering heavy casualties.
withdraw from [sth] vi + prep (military: retreat from, pull out of)αποσύρομαι από κτ ρ μ + πρόθ
 The troops withdrew from the region.
 Τα στρατεύματα αποσύρθηκαν από την περιοχή.
withdraw from [sth] vi + prep (draw away)αποσύρομαι, αποτραβιέμαι ρ αμ
 After the death of her parents she just withdrew from society.
 Μετά το θάνατο των γονιών της, αποσύρθηκε (or: αποτραβήχτηκε) από την κοινωνία.
withdraw from [sth] vi + prep (end your involvement in)αποσύρομαι από κτ ρ μ + πρόθ
 The player's injury forced him to withdraw from the competition.
 Ο τραυματισμός του παίκτη τον ανάγκασε να αποσυρθεί από τον αγώνα.
withdraw vi formal (move away, leave) (επίσημο, σπάνιο)αποσύρομαι ρ αμ
  (καθομιλουμένη)πάω, πηγαίνω ρ αμ
 Shall we withdraw to the living room?
 Θα ήθελες να αποσυρθούμε στο σαλόνι;
withdraw [sth] vtr (retract)αποσύρω ρ μ
 He withdrew the accusations.
 Απέσυρε τις κατηγορίες.
withdraw [sth] vtr (product: remove)αποσύρω ρ μ
 They had to withdraw the product from the market.
 Αναγκάστηκαν να αποσύρουν το προϊόν από την αγορά.
withdraw [sth] vtr (money: take from account)αποσύρω ρ μ
  κάνω ανάληψη περίφρ
  (καθομιλουμένη)σηκώνω ρ μ
 I would like to withdraw a hundred pounds from my account.
 Θα ήθελα να αποσύρω εκατό λίρες από τον λογαριασμό μου.
 Θέλω να κάνω μια ανάληψη εκατό λιρών από τον λογαριασμό μου.
 Θέλω να σηκώσω εκατό λίρες από τον λογαριασμό μου.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'withdrawn' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: was always (a bit) withdrawn as a [child, kid], became [very, extremely, alarmingly] withdrawn, seems very withdrawn (lately), περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση withdrawn στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «withdrawn».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!