• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: withered, wither

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
withered adj (shriveled)μαραμένος, ξεραμένος μτχ πρκ
  (καθομιλουμένη)μαραγκιασμένος μτχ πρκ
 The plant's withered leaves have begun falling to the ground.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
wither vi (plant: shrivel)μαραίνομαι, μαραζώνω ρ αμ
  ξεραίνομαι ρ αμ
 Evelyn forgot to water her houseplants and they withered.
 Η Έβελιν ξέχασε να ποτίσει τα φυτά της και ξεράθηκαν.
wither vi (body part: weaken, shrink)εξασθενώ ρ αμ
  ατροφώ ρ αμ
 Polio can cause the limbs to wither.
wither vi figurative (lose vitality) (μεταφορικά)χάνομαι ρ αμ
  (μεταφορικά)σβήνω ρ αμ
 Glenn's enthusiasm withered after ten years doing the same job.
 Ο ενθουσιασμός του Γκλεν έσβησε μετά από δέκα χρόνια που έκανε την ίδια δουλειά.
wither [sth] vtr (plant: cause to shrivel)μαραίνω, ξεραίνω ρ μ
 The intense heat from the sun withered the delicate seedlings.
 Η έντονη ζέστη του ήλιου μάρανε (or: ξέρανε) τους ευαίσθητους σπόρους.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
withers npl (animal's shoulders, back: horse, elk)ακρώμιο ουσ ουδ
 The saddle should sit just behind the withers.
wither [sb] vtr (humiliate, abash) (μεταφορικά, ανεπίσημο)τσαλαπατώ, τσαλακώνω ρ μ
  εξευτελίζω, ταπεινώνω ρ μ
 Tom knew he had made a stupid comment when the professor, instead of answering, merely withered him with a look.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
wither | withered
ΑγγλικάΕλληνικά
wither away vi + adv (weaken and die)μαραζώνω ρ αμ
 Those plants will just wither away unless you water them regularly.
wither away vi + adv figurative (decline, fade away) (μεταφορικά)μαραζώνω ρ αμ
 The movement started off strongly, with hundreds of members, but gradually it withered away.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'withered' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση withered στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «withered».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!