WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| withstand [sth]⇒ vtr | (resist) | αντιστέκομαι σε κτ ρ αμ + πρόθ |
| | | δεν υποκύπτω περίφρ |
| | Harry was on a diet and had managed to withstand the temptation of chocolate for a month. |
| | Ο Χάρι έκανε δίαιτα και είχε καταφέρει να αντισταθεί στον πειρασμό της σοκολάτας για έναν μήνα. |
| withstand [sth] vtr | (resist physically) | αντέχω σε κτ, αντιστέκομαι σε κτ ρ αμ + πρόθ |
| | | είμαι ανθεκτικός σε κτ ρ έκφρ |
| | (μεταφορικά) | επιβιώνω από κτ ρ αμ + πρόθ |
| | The thieves used a lot of dynamite, but the door to the vault withstood the blast. |
| | Οι κλέφτες χρησιμοποίησαν πολύ δυναμίτη, όμως η πόρτα του θησαυροφυλακίου επιβίωσε από την έκρηξη. |