wake

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈweɪk/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/weɪk/ ,USA pronunciation: respelling(wāk)

Inflections of 'wake' (v): (⇒ conjugate)
wakes
v 3rd person singular
waking
v pres p
woke
v past
woken
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
wake vi (wake up, stir)ξυπνάω ρ αμ
  (επίσημο)αφυπνίζομαι ρ αμ
 She wakes at seven o'clock in the morning.
 Ξυπνάει στις εφτά το πρωί.
wake [sb] vtr (wake up, rouse)ξυπνάω ρ μ
  (επίσημο)αφυπνίζω ρ μ
 Will you wake me before you go to work?
 Θα με ξυπνήσεις πριν φύγεις για τη δουλειά;
wake n (vigil before funeral) (πριν την κηδεία)αγρυπνία ουσ θηλ
 They are having a wake for their grandfather at the funeral home.
 Κάνουν αγρυπνία για τον παππού τους στο γραφείο κηδειών.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
wake n (trail of a boat in water)απόνερα ουσ ουδ πλ
 The boat left a large wake behind it as it moved.
 Το σκάφος άφηνε απόνερα πίσω του καθώς προχωρούσε.
wake n figurative (aftermath) (γενικά)μετά, κατόπιν, έπειτα
  (για κάτι που προκάλεσε αίσθηση)απόηχος ουσ αρσ
 In the wake of the storm, they had to clear the fallen branches.
 Μετά την καταιγίδα έπρεπε να μαζέψουν τα πεσμένα κλαδιά.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Στον απόηχο της απρόσμενης νίκης της ομάδας Χ κανείς δεν κάνει προβλέψεις για τον νικητή του τελικού.
wake n UK, Ire (gathering after funeral)τραπέζι ουσ ουδ
  τραπέζι κηδείας φρ ως ουσ ουδ
wake vi (rise from the dead)ανασταίνομαι ρ αμ
 Jesus called out to the dead Lazarus, and he woke.
wake [sb] vtr (raise from the dead)ανασταίνω ρ μ
 Jesus called out to the dead Lazarus and woke him.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
ΑγγλικάΕλληνικά
wake up vi phrasal (awake from sleep)ξυπνάω, ξυπνώ ρ αμ
  (επίσημο)αφυπνίζομαι ρ μ
 I wake up every day at six o'clock.
 Κάθε μέρα ξυπνάω στις έξι το πρωί.
wake up to [sth] vi phrasal + prep figurative (become aware of)αντιλαμβάνομαι, συνειδητοποιώ ρ μ
  (καθομιλουμένη)παίρνω χαμπάρι έκφρ
 After seeing the note in his pocket, Marsha woke up to the fact that her husband was having an affair.
 Αφού είδε το σημείωμα στην τσέπη του, η Μάρσα αντιλήφθηκε πως ο άντρας της έχει παράλληλη σχέση.
 Αφού είδε το σημείωμα στην τσέπη του, η Μάρσα πήρε χαμπάρι πως ο άντρας της έχει παράλληλη σχέση.
wake up [sb] vtr phrasal sep (awaken from sleep)ξυπνάω ρ μ
  (επίσημο)αφυπνίζω ρ μ
 He woke me up to tell me I was snoring.
 Με ξύπνησε για να μου πει ότι ροχάλιζα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
in the wake of [sth],
in [sth]'s wake
prep
(following) (με γενική)στον απόηχο έκφρ
  μετά από κτ έκφρ
 In the wake of the game the fans ran onto the pitch.
 In the wake of the Beatles' success a number of British bands released records in the US.
 Στον απόηχο της επιτυχίας των Μπιτλς, πολλά βρετανικά συγκροτήματα κυκλοφόρησαν δίσκους στην Αμερική.
 Μετά από το παιχνίδι, οι οπαδοί έτρεξαν στο γήπεδο.
wake [sb] up to v expr figurative (make aware of) (κάτι σε κάποιον)μαθαίνω ρ μ
  (κάποιον σε κάτι)μυώ ρ μ
 He woke her up to the joys of yoga.
 Της έμαθε τις χάρες της γιόγκα.
 Τη μύησε στις χάρες της γιόγκα.
wake-up n (waking up) (καθομιλουμένη)ξύπνημα ουσ ουδ
  (λόγιο)αφύπνιση ουσ θηλ
wake-up n (being awakened) (καθομιλουμένη)ξύπνημα ουσ ουδ
  (λόγιος)αφύπνιση ουσ θηλ
 The hotel guests had a sudden wake-up at 3 a.m. when the fire alarm went off.
wake-up n informal (bird: woodpecker) (ορνιθολογία, επίσημο)δρυοκολάπτης ουσ αρσ
  (ορνιθολογία, καθομιλουμένη)καλοτύπης, σαρακοφάγος, δενδροσκαλιστής, σπέλεκος, ξυλοφάγος ουσ αρσ
  (ορνιθολογία, επίσημο)τσικλιτάρα ουσ θηλ
  (ορνιθολογία, καταχρηστικά)τρυποκάρυδος ουσ αρσ
Σχόλιο: Η καταχρηστική χρήση της λέξης, ως δηλωτικής του δρυοκολάπτη, οφείλεται σε σύγχυση με άλλο είδος που ονομάζεται "τρυποκάρυδο".
wake-up n AU, informal (mentally sharp person) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)ξεφτέρι, σαΐνι, σπίρτο, τσακάλι ουσ ουδ
  αετός ουσ αρσ
  ατσίδας ουσ αρσ
 You won't manage to get one over on Alf; he's a wake-up.
wake-up call n (phone call to wake [sb])τηλεφώνημα για να ξυπνήσει κάποιον περίφρ
  (επίσημο)τηλεφώνημα αφύπνισης φρ ως ουσ ουδ
 Matthew asked the hotel to send a wake-up call to his room in the morning.
wake-up call n figurative (warning)προειδοποίηση ουσ θηλ
  (μεταφορικά)καμπανάκι ουσ ουδ
 It was a real wake-up call when she realized her daughter was gone.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'wake' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: wake up [early, in the morning], in the wake of the [disaster, war, election, news], wake up at [dawn, 9:00 am], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση wake στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «wake».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!