WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
arouse [sb]⇒ vtr | (sexually) | ερεθίζω, διεγείρω ρ μ |
| (καθομιλουμένη, μτφ) | φτιάχνω ρ μ |
| | κάνω κπ να φτιαχτεί έκφρ |
| (αργκό, χυδαίο: σε κπ) | την σηκώνω έκφρ |
| The sexy scene in the movie aroused Rachel. |
| Η ερωτική σκηνή στην ταινία ερέθισε τη Ρέιτσελ. |
arouse [sth]⇒ vtr | (senses, emotions) | διεγείρω ρ μ |
| | εξάπτω, ερεθίζω ρ μ |
| (συγκεκριμένο συναίσθημα κλπ) | προκαλώ ρ μ |
| (ενδιαφέρον, περιέργεια) | κινώ, κεντρίζω ρ μ |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει μία απόδοση που να ταιριάζει σε κάθε περίπτωση. |
| The touching scene in the movie aroused Dave's emotions, and tears came to his eyes. |
| Η συγκινητική σκηνή στην ταινία διέγειρε τα συναισθήματα του Ντέιβ και δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του. |
arouse [sb]⇒ vtr | (wake up) | ξυπνάω, ξυπνώ ρ μ |
| (επίσημο) | αφυπνίζω ρ μ |
| Caroline aroused the children before dawn to milk the cows. |
| Η Κάρολαϊν ξύπνησε τα παιδιά πριν την ανατολή για να αρμέξουν τις αγελάδες. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: