• WordReference
  • Definition
Σε αυτή τη σελίδα: wake-up, wake up
Ο όρος 'wake-up' παραπέμπει στον όρο 'wake up'. Θα τον βρείτε σε μία ή περισσότερες από τις παρακάτω γραμμές.'wake-up' is cross-referenced with 'wake up'. It is in one or more of the lines below.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
wake-up n AU, informal (mentally sharp person) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)ξεφτέρι, σαΐνι, σπίρτο, τσακάλι ουσ ουδ
  αετός ουσ αρσ
  ατσίδας ουσ αρσ
 You won't manage to get one over on Alf; he's a wake-up.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
wake up vi phrasal (awake from sleep)ξυπνάω, ξυπνώ ρ αμ
  (επίσημο)αφυπνίζομαι ρ μ
 I wake up every day at six o'clock.
 Κάθε μέρα ξυπνάω στις έξι το πρωί.
wake up to [sth] vi phrasal + prep figurative (become aware of)αντιλαμβάνομαι, συνειδητοποιώ ρ μ
  (καθομιλουμένη)παίρνω χαμπάρι έκφρ
 After seeing the note in his pocket, Marsha woke up to the fact that her husband was having an affair.
 Αφού είδε το σημείωμα στην τσέπη του, η Μάρσα αντιλήφθηκε πως ο άντρας της έχει παράλληλη σχέση.
 Αφού είδε το σημείωμα στην τσέπη του, η Μάρσα πήρε χαμπάρι πως ο άντρας της έχει παράλληλη σχέση.
wake up [sb] vtr phrasal sep (awaken from sleep)ξυπνάω ρ μ
  (επίσημο)αφυπνίζω ρ μ
 He woke me up to tell me I was snoring.
 Με ξύπνησε για να μου πει ότι ροχάλιζα.
wake [sb] up to v expr figurative (make aware of) (κάτι σε κάποιον)μαθαίνω ρ μ
  (κάποιον σε κάτι)μυώ ρ μ
 He woke her up to the joys of yoga.
 Της έμαθε τις χάρες της γιόγκα.
 Τη μύησε στις χάρες της γιόγκα.
wake-up n (waking up) (καθομιλουμένη)ξύπνημα ουσ ουδ
  (λόγιο)αφύπνιση ουσ θηλ
wake-up n (being awakened) (καθομιλουμένη)ξύπνημα ουσ ουδ
  (λόγιος)αφύπνιση ουσ θηλ
 The hotel guests had a sudden wake-up at 3 a.m. when the fire alarm went off.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
wake-up n informal (bird: woodpecker) (ορνιθολογία, επίσημο)δρυοκολάπτης ουσ αρσ
  (ορνιθολογία, καθομιλουμένη)καλοτύπης, σαρακοφάγος, δενδροσκαλιστής, σπέλεκος, ξυλοφάγος ουσ αρσ
  (ορνιθολογία, επίσημο)τσικλιτάρα ουσ θηλ
  (ορνιθολογία, καταχρηστικά)τρυποκάρυδος ουσ αρσ
Σχόλιο: Η καταχρηστική χρήση της λέξης, ως δηλωτικής του δρυοκολάπτη, οφείλεται σε σύγχυση με άλλο είδος που ονομάζεται "τρυποκάρυδο".
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
wake-up | wake up
ΑγγλικάΕλληνικά
wake-up call n (phone call to wake [sb])τηλεφώνημα για να ξυπνήσει κάποιον περίφρ
  (επίσημο)τηλεφώνημα αφύπνισης φρ ως ουσ ουδ
 Matthew asked the hotel to send a wake-up call to his room in the morning.
wake-up call n figurative (warning)προειδοποίηση ουσ θηλ
  (μεταφορικά)καμπανάκι ουσ ουδ
 It was a real wake-up call when she realized her daughter was gone.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'wake-up' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση wake-up στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «wake-up».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!