voting

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈvəʊtɪŋ/

From the verb vote: (⇒ conjugate)
voting is: Click the infinitive to see all available inflections
v pres p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: voting, vote

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
voting n (casting of votes)ψηφοφορία ουσ θηλ
 Voting in the general election starts at 7 am on Sunday.
 Η ψηφοφορία στις βουλευτικές εκλογές ξεκινά στις 7 το πρωί της Κυριακής.
voting adj (used for voting)για την ψηφοφορία, της ψηφοφορίας περίφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος και αποδίδεται περιφραστικά κατά περίπτωση.
 The new voting machines have touchscreens.
 Τα νέα μηχανήματα για την ψηφοφορία έχουν οθόνες αφής.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
vote vi (elections) (εκλογές)ψηφίζω ρ μ
 I am going to vote tomorrow.
 Αύριο θα πάω να ψηφίσω.
vote n (preference)ψήφος ουσ θηλ
 I cast my vote for the sitting president.
 Η ψήφος μου πάει στον τρέχοντα πρόεδρο.
vote vi (express a choice) (εκφράζω προτίμηση)ψηφίζω ρ μ
 We should vote to decide who cooks tonight.
 Να ψηφίσουμε ποιος θα μαγειρέψει απόψε.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
vote n (total votes cast)ψήφοι ουσ θηλ πλ
 Her party won a large portion of the vote.
 Το κόμμα της κέρδισε ένα μεγάλο μέρος των ψήφων.
vote n (group of voters) (με άρθρο: σύνολο ψήφων)η φήψος περίφρ
 Smith won the working-class vote.
 Ο Σμιθ κέρδισε την ψήφο της εργατικής τάξης.
vote n figurative (election result)αποτέλεσμα ψηφοφορίας φρ ως ουσ ουδ
 The vote won't be in until ten o'clock.
vote n (right to vote)δικαιώμα ψήφου φρ ως ουσ ουδ
 Women didn't get the vote until the twentieth century in the USA.
vote vi figurative (make a choice)ψηφίζω ρ αμ
 The bride couldn't decide between Las Vegas and Atlantic City for the bachelorette party, so she asked all her friends to vote.
vote vi (legislate)ψηφίζω ρ αμ
 Parliament is due to vote at four o'clock.
vote [sth] vtr (to declare)θεωρώ ρ μ
  (εγώ ο ίδιος)θεωρούμαι ρ αμ
 Their new teacher was quickly voted a bore by the class.
 Η τάξη θεώρησε το νέο δάσκαλο βαρετό πολύ γρήγορα.
 Ο νέος δάσκαλος θεωρήθηκε βαρετός πολύ γρήγορα.
vote [sb] vtr (vote in: elect)εκλέγω ρ μ
 They voted a woman into the presidency.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
vote | voting
ΑγγλικάΕλληνικά
vote [sth] down vtr phrasal sep (proposal: defeat)καταψηφίζω ρ μ
 An overwhelming majority of committee members have voted the proposal down.
vote [sb] in,
vote in [sb]
vtr phrasal sep
(elect to power)ψηφίζω ρ μ
  εκλέγω ρ μ
 People wanted change when they voted Carter in.
vote through [sth],
vote [sth] through
vtr phrasal sep
UK (approve by vote)υπερψηφίζω ρ μ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
voting | vote
ΑγγλικάΕλληνικά
nonvoting,
non-voting
adj
(who does not cast a vote) (ίσως από επιλογή)που δεν ψηφίζει περίφρ
  (δεν του επιτρέπεται)χωρίς δικαίωμα ψήφου περίφρ
plural voting n historical (right to vote more than once)πολλαπλή ψήφος φρ ως ουσ θηλ
proxy voting n (voting on behalf of [sb] else)ψήφος με εξουσιοδότηση ουσ θηλ
 Shareholders who are unable to attend the General Meeting may make use of proxy voting.
voting age n (age when you become eligible to vote)εκλογική ενηλικιότητα επίθ + ουσ θηλ
  ηλικία, κατά την οποία μπορεί κανείς να ασκήσει το εκλογικό του δικαίωμα φρ ως ουσ θηλ
  ηλικία άσκησης εκλογικών δικαιωμάτων φρ ως ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)ηλικία που ψηφίζω φρ ως ουσ θηλ
voting booth n (polling kiosk) (εκλογικού κέντρου)παραβάν ουσ ουδ άκλ
 Take your ballot to the voting booth.
voting machine n (electronic vote-counting system)σύστημα ηλεκτρονικής ψηφοφορίας ουσ ουδ
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία
voting record n ([sb]'s history of ballot choices)αρχείο ψήφου, ιστορικό ψήφου περίφρ
voting right n (legal right to vote)δικαίωμα ψήφου φρ ως ουσ ουδ
  εκλογικό δικαίωμα επίθ + ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'voting' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση voting στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «voting».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!