voter

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈvəʊtər/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(vōtər)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
voter n (person who votes)ψηφοφόρος ουσ αρσ/θηλ
 Voters rejected the measure by a huge majority.
 Η μεγάλη πλειοψηφία των ψηφοφόρων καταψήφισε το μέτρο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
absentee voter n (person who votes by post or proxy)ψηφοφόρος κατ' εξουσιοδότηση ουσ αρσ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία καθώς στην Ελλάδα δεν μπορείς να ψηφίσεις από απόσταση.
 In some places, absentee voters' ballots are not counted at all if one person wins with a solid lead over the loser.
nonvoter,
non-voter
n
(person who does not vote)που δεν ψηφίζει
registered voter n (person on the electoral register)καταχωρημένος ψηφοφόρος ουσ αρσ
 You cannot vote in a general election unless you are a registered voter.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'voter' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση voter στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «voter».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!