WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
tense adj | (person: anxious) | νευρικός επίθ |
| (καθομιλουμένη, μτφ) | τσιτωμένος μτχ πρκ |
| Philip felt tense while he waited for his results. |
| Ο Φίλιπ ήταν νευρικός ενώ περίμενε για τα αποτελέσματά του. |
tense adj | (atmosphere: strained) (μεταφορικά: ατμόσφαιρα) | τεταμένος μτχ πρκ |
| Things were tense in the meeting as people had very different opinions on the issue. |
| Η κατάσταση ήταν τεταμένη στη συνάντηση επειδή ο κόσμος είχε πολύ διαφορετικές απόψεις πάνω στο θέμα. |
tense adj | (taut, tight) | σφιγμένος μτχ πρκ |
| Carol's tense muscles finally began to relax under the masseuse's expert touch. |
| Οι σφιγμένοι μύες της Κάρολ άρχισαν επιτέλους να χαλαρώνουν κάτω από τα έμπειρα χέρια της μασέζ. |
tense, verb tense n | (grammar: inflected verb form) (γραμματική) | χρόνος ουσ αρσ |
| Using the correct tense helps people to understand what you're saying. |
| Το να χρησιμοποιείς τον σωστό χρόνο βοηθάει τους ανθρώπους να καταλαβαίνουν τι λες. |
tense⇒ vi | (person: become anxious) | γίνομαι νευρικός ρ έκφρ |
| | αγχώνομαι ρ αμ |
| (καθομιλουμένη, μτφ) | τσιτώνω ρ αμ |
| The burglar tensed as the police officer passed just inches from his hiding place. |
| Ο κλέφτης τσίτωσε όταν ο αστυνομικός πέρασε μόλις λίγες ίντσες από την κρυψώνα του. |
tense vi | (muscle: become taut or clenched) | σφίγγομαι ρ αμ |
| | συσπώμαι ρ αμ |
| (καθομιλουμένη: από νεύρα) | τσιτώνω, τσιτώνομαι ρ αμ |
| Alison's jaw tensed as she thought about how rude her mother-in-law had been. |
| Το σαγόνι της Άλισον σφίχτηκε όταν σκέφτηκε πόσο αγενής ήταν η πεθερά της. |
tense [sth]⇒ vtr | (clench: muscle, body part) | σφίγγω ρ μ |
| Robert tensed his leg muscles, ready to run. |
| Ο Ρόμπερτ έσφιξε τους μύες στα πόδια του έτοιμος να τρέξει. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: