WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
tentative adj | (not committed) | αβέβαιος επίθ |
| | διστακτικός επίθ |
Σχόλιο: Συχνά στην απόδοση προτιμάται το αντίστοιχο επίρρημα, π.χ. «Ο άντρας έβαλε διστακτικά το πόδι του στο νερό για να τεστάρει τη θερμοκρασία.» |
| The man dipped a tentative foot into the water to test the temperature. |
tentative adj | (not fixed or firm) | προσωρινός επίθ |
| (ιδέα, σκέψη) | προκαταρκτικός, αρχικός επίθ |
| (μεταφορικά) | πρώτος επίθ |
| (πληροφορία) | ανεπιβεβαίωτος επίθ |
| Sarah has a tentative idea for a novel; she just needs to work out the details. |
| Η Σάρα έχει μια πρώτη ιδέα για ένα μυθιστόρημα· απλά πρέπει να δουλέψει τις λεπτομέρειες. |