slope

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈsləʊp/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/sloʊp/ ,USA pronunciation: respelling(slōp)

Inflections of 'slope' (v): (⇒ conjugate)
slopes
v 3rd person singular
sloping
v pres p
sloped
v past
sloped
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
slope n (ground with an incline)πλαγιά ουσ θηλ
  (προς τα πάνω)ανηφόρα ουσ θηλ
  (προς τα κάτω)κατηφόρα ουσ θηλ
  (επιστημονικό)κεκλιμένο επίπεδο μτχ πρκ + ουσ ουδ
 The ball rolled away, down the slope.
 Η μπάλα κύλησε και κατέβηκε την κατηφόρα.
slope n (incline)κλίση ουσ θηλ
Σχόλιο: πληθυντικός: κλιτύες
 The slope of this hill is steep.
slope n (skiing: piste)πλαγιά ουσ θηλ
  πίστα ουσ θηλ
 Janet strapped on her skis and set off down the slope.
 Η Τζάνετ έδεσε τα πέδιλα του σκι και ξεκίνησε να κατηφορίζει στην πίστα.
slope vi (incline, go up or down)έχω κλίση, παίρνω κλίση ρ έκφρ
  (προς τα πάνω)ανηφορίζω ρ αμ
  (προς τα κάτω)κατηφορίζω ρ αμ
 The land sloped gently away from the house.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο δρόμος παίρνει ξαφνικά απότομη κλίση, οπότε να οδηγείς προσεκτικά.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
slope n (maths: graph line inclination)κλίση ουσ θηλ
 The graph shows a steep slope.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
ΑγγλικάΕλληνικά
slope off vi phrasal UK, informal (sneak away, leave furtively) (καθομιλουμένη)το σκάω έκφρ
  την κοπανάω έκφρ
  (μεταφορικά)ξεγλιστράω ρ αμ
  (αργκό)την κάνω έκφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
downslope,
down-slope
adj
(relating to a downward slope)κατηφορικός επίθ
downslope,
down-slope
adv
(at, toward the lower part of a slope)πιο χαμηλά στην πλαγιά, πιο κάτω στην πλαγιά φρ ως επίρ
  πιο κάτω, πιο χαμηλά φρ ως επίρ
  (τεχνικός όρος)στα κατάντη φρ ως επίρ
gentle slope n (gradual incline)σταδιακή κλίση ουσ θηλ
 With the arthritis in my knee, walking down even a very gentle slope is painful.
nursery slope n (ski piste for learners)πίστα αρχαρίων φρ ως ουσ θηλ
scree slope n (hillside with loose rocks) (γεωλογία)σωρός καταρρεύσαντος χώματος έκφρ
  πρανές προσχωμάτων έκφρ
  (πρόποδες, πλαγιές βουνού)σωρός με συντρίμματα, σωρός με κορήματα έκφρ
  λιθώνας ουσ αρσ
ski slope n (snow-covered hill at ski resort)πίστα σκι φρ ως ουσ θηλ
 The steepest ski slope in the world is thought to be in Switzerland.
ski slope,
dry ski slope
n
(artificial hill for skiing)τεχνητή πίστα σκι φρ ως ουσ θηλ
 Synthetic matting is used for the surface of these ski slopes.
slippery slope n figurative, informal ([sth] that will inevitably end badly) (μεταφορικά)κατήφορος ουσ αρσ
  μονόδρομος ουσ αρσ
slope away vi + adv (slant down from a place)κατηφορίζω ρ αμ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
slope down vi + adv (have a downhill slant)τρέχω προς τα κάτω περίφρ
 The driveway slopes down steeply towards the road.
slope up vi + adv (incline upwards)ανηφορίζω ρ αμ
  ανεβαίνω ρ αμ
steep slope n (sharp incline)απότομη κλίση έκφρ
 The castle is set at the top of a steep slope.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'slope' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: a [downhill, slalom, professional] ski slope, a [ten] -degree slope, a [slippery, sunny, wet] slope, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση slope στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «slope».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!