• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: slops, slop

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
slops npl (liquid food waste used as animal feed)αποφάγια που χρησιμοποιούνται για ζωοτροφή
  (επίσημο)υγρή τροφή
 The slops from the restaurant are fed to pigs.
 Ταΐζουν τα αποφάγια από το εστιατόριο στα γουρούνια.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
slop n informal, figurative (unappetizing runny food)χυλός ουσ αρσ
  (μεταφορικά)λαπάς ουσ αρσ
 Are we supposed to eat this slop with a spoon or a fork?
 Αυτό το λαπά υποτίθεται πως πρέπει να τον φάμε με πιρούνι ή με κουτάλι;
slop vi (splash out, spill)χύνομαι ρ αμ
 Water slopped out of the bucket while I was mopping.
 Χύθηκε νερό από τον κουβά ενώ σφουγγάριζα.
slop [sth] vtr (splash, spill)χύνω ρ μ
 The cook slopped vegetable stew into the bowl.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'slops' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση slops στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «slops».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!