sloppy

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈslɒpi/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈslɑpi/ ,USA pronunciation: respelling(slopē)

Inflections of 'sloppy' (adj):
sloppier
adj comparative
sloppiest
adj superlative
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
sloppy adj (work: badly done) (καθομιλουμένη)τσαπατσούλικος επίθ
  πρόχειρος επίθ
  (κατασκευή)κακοφτιαγμένος μτχ πρκ
 This work is sloppy; it's full of errors.
 Αυτή η δουλειά είναι τσαπατσούλικη. Είναι γεμάτη λάθη.
sloppy adj (person: negligent) (καθομιλουμένη)τσαπατσούλης επίθ
  απρόσεκτος επίθ
  (όχι συγκεντρωμένος)αφηρημένος μτχ πρκ
 Robert is a sloppy worker; he never takes care over what he does.
 Ο Ρόμπερτ είναι ένας απρόσεκτος εργαζόμενος. Ποτέ δεν προσέχει τι κάνει.
sloppy adj (careless, poor)κακός επίθ
  (εμφατικός τύπος)άθλιος επίθ
  (εμφατικός τύπος, ανεπ)χάλια επίρ ως επίθ
 The teenager's sloppy English made it difficult to understand what he was saying.
 Τα άθλια αγγλικά του εφήβου έκαναν δύσκολο να καταλάβεις τι έλεγε.
sloppy adj (person: messy)τσαπατσούλης επίθ
  ακατάστατος επίθ
 My daughter is sloppy; her room is always in a mess.
 Η κόρη μου είναι τσαπατσούλα. Το δωμάτιό της είναι πάντα χάλια.
sloppy adj (food: mushy) (μεταφορικά)λασπωμένος μτχ πρκ
  λαπάς ουσ αρσ
 The cook served Pippa some kind of sloppy stew; it didn't look very nice.
 Ο μάγειρας σέρβιρε στην Πίπα κάποιο είδος λασπωμένου στιφάδου. Δεν φαινόταν και πολύ καλό.
sloppy adj (clothes: loose-fitting, baggy)χαχόλικος επίθ
 Lisa prefers a sloppy blouse to a tight-fitting one.
sloppy adj informal (clothes: casual, not smart)φαρδύς επίθ
  (μεταφορικά)άνετος επίθ
  (αρνητική έννοια)που είναι σαν σακί περίφρ
 I love wearing sloppy clothes at the weekends.
 Λατρεύω να φορώ άνετα ρούχα τα σαββατοκύριακα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
sloppy adj (ground: wet, mushy)λασπώδης επίθ
  (ανεπίσημο)γλιτσερός επίθ
 The soil was sloppy near the spring.
sloppy adj (snow: slushy)λασπωμένος, μισολιωμένος μτχ πρκ
 The garden was covered in sloppy snow.
sloppy adj (sentimental, soppy) (μεταφορικά)γλυκανάλατος, νερόβραστος επίθ
  (μεταφορικά)γλυκερός επίθ
 "I love you," Harry declared. "Don't get sloppy," Angela told him.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
sloppy Joe,
sloppy joe,
Sloppy Joe
n
US (ground meat sandwich)σάντουιτς με κιμά φρ ως ουσ ουδ
  Sloppy Joe ουσ ουδ άκλ
sloppy Joe,
sloppy joe,
Sloppy Joe
n
(baggy sweater)φαρδύ πουλόβερ επίθ + ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'sloppy' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: your [homework] is (too) sloppy, did a sloppy job on her [homework, assignment], what a sloppy job!, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση sloppy στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «sloppy».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!