rid

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈrɪd/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/rɪd/ ,USA pronunciation: respelling(rid)

Inflections of 'rid' (v): (⇒ conjugate)
rids
v 3rd person singular
ridding
v pres p
rid
v past
ridded
v past
rid
v past p
ridded
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
rid [sb/sth] of [sth/sb] vtr phrasal sep formal (free of, clear of)απαλλάσσω κπ/κτ από κτ/κπ, ελευθερώνω κπ/κτ από κτ/κπ ρ μ + πρόθ
  (μεταφορικά)καθαρίζω κπ/κτ από κτ/κπ ρ μ + πρόθ
  (καθομιλουμένη)ξεφορτώνομαι κτ/κπ από κπ/κτ ρ μ + πρόθ
 Henry was a very tidy man and, when he moved in, he rid Amanda's house of clutter.
 We haven't managed to rid all the children of their head lice yet.
 Ο Χένρι ήταν άνθρωπος της τάξης και όταν μετακόμισε μαζί της, απάλλαξε το σπίτι της Αμάντα από την ακαταστασία.
 Ο Χένρι ήταν άνθρωπος της τάξης και όταν μετακόμισε μαζί της, ξεφορτώθηκε την ακαταστασία από το σπίτι της Αμάντα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
ΑγγλικάΕλληνικά
rid [sth] up,
rid up [sth],
redd [sth] up,
redd up [sth]
vtr phrasal sep
US, regional, dated (clean, clear)καθαρίζω ρ μ
  συγυρίζω, συμμαζεύω ρ μ
  μαζεύω ρ μ
 It's Don's turn to rid up the dishes.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
get rid of [sth] v expr informal (throw away)πετάω ρ μ
  (καθομιλουμένη)ξεφορτώνομαι ρ μ
 You need to get rid of those pants - you never wear them anymore.
 Πρέπει να πετάξεις αυτό το παντελόνι, δεν το φοράς πια.
get rid of [sth] v expr informal (dispense with)ξεφορτώνομαι ρ μ
 The local museum got rid of its entrance charge; it's free to go in now.
get rid of [sb] v expr informal (person: make leave) (κάποιον)ξεφορτώνομαι ρ μ
 I'm trying to think of some way of getting rid of him.
 Προσπαθώ να βρω τρόπο να τον ξεφορτωθώ.
be rid of [sb/sth] v expr (be free of)απαλλάσσομαι από κπ/κτ περίφρ
  (καθομιλουμένη)γλιτώνω από κπ/κτ περίφρ
  ξεφορτώνομαι ρ μ
 I couldn't stand her, and I'm glad to be rid of her!
 Δεν μπορούσα να την αντέξω και είμαι ευτυχής που την ξεφορτώθηκα!
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'rid' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: rid themselves of [guilt, shame, him], [wanted, tried, needed] to rid themselves of [guilt], rid your mind of [doubts, questions, guilt], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση rid στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «rid».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!