• WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
exorcize [sth],
also UK: exorcise [sth]
vtr
(spirit, demon: drive out)εξορκίζω, ξορκίζω ρ μ
  (τελετή)κάνω εξορκισμό περίφρ
exorcize [sth],
also UK: exorcise [sth]
vtr
figurative (rid yourself of [sth])διώχνω ρ μ
  (μεταφορικά)εξορκίζω, ξορκίζω ρ μ
 Melinda decided to burn all of the gifts her ex-boyfriend had given her in order to exorcize the memories of him.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση exorcize στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «exorcize».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!