resist

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/rɪˈzɪst/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/rɪˈzɪst/ ,USA pronunciation: respelling(ri zist)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
resist [sth] vtr figurative (abstain from [sth])αντιστέκομαι ρ αμ
 I can't resist chocolate - you'd better hide it from me.
 Δεν μπορώ να αντισταθώ στη σοκολάτα. Καλύτερα να μου την κρύβεις.
resist doing [sth] vtr figurative (abstain from doing [sth])αντιστέκομαι ρ αμ
  (καθομιλουμένη, μτφ)κρατιέμαι ρ αμ
 She couldn't resist making a joke about his ill-fitting trousers.
 Δεν μπόρεσε να αντισταθεί και αστειεύτηκε για το κακής εφαρμογής παντελόνι του.
resist [sth] vtr figurative (oppose)αντιτίθεμαι, εναντιώνομαι ρ αμ
 The opposition are bound to resist the policy, of course.
 Η αντιπολίτευση είναι δεδομένο ό,τι θα αντιτεθεί (or: εναντιωθεί) στην πολιτική αυτή, φυσικά.
resist [sth/sb] vtr (struggle against: physically)αντιστέκομαι ρ αμ
  προβάλλω αντίσταση περίφρ
 If you keep on resisting me I'll be obliged to tie you up.
 Αν συνεχίσεις να μου αντιστέκεσαι, θα υποχρεωθώ να σε δέσω.
 Αν συνεχίσεις να μου προβάλλεις αντίσταση, θα υποχρεωθώ να σε δέσω.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
resist [sth] vtr (be proof against)είμαι ανθεκτικός σε κτ έκφρ
 This material is designed to resist stains.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'resist' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: resist [attacks, pressure, efforts], resist [all, any] pressure, sorry, I couldn't resist, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση resist στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «resist».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!