resit

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations verb: /ˌriːˈsɪt/, noun: /ˌriːˈsæt/

Inflections of 'resit' (v): (⇒ conjugate)
resits
v 3rd person singular
resitting
v pres p
resat
v past
resat
v past p
  • WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
resit [sth] vtr UK (exam: take again) (εξετάσεις)ξαναδίνω ρ μ
  (διαγώνισμα)ξαναγράφω ρ μ
  (την εξέταση)επαναλαμβάνω ρ μ
 After failing the first time, Bridget resat the exam a month later.
resit n UK (exam: repeat attempt)επαναληπτική εξέταση επίθ + ουσ θηλ
  ξαναδίνω εξετάσεις, ξαναδίνω το μάθημα περίφρ
 The university charged her a fee for the resit.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'resit' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση resit στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «resit».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!