| Κύριες μεταφράσεις |
realize [sth], also UK: realise [sth]⇒ vtr | (be aware of) | διαπιστώνω, συνειδητοποιώ, καταλαβαίνω ρ μ |
| | | αντιλαμβάνομαι ρ μ |
| | (καθομιλουμένη, μτφ) | πιάνω ρ μ |
| | I hope he realizes his mistake soon. |
| | Ελπίζω να συνειδητοποιήσει (or: καταλάβει) το σφάλμα του σύντομα. |
realize, realize that, also UK: realise, realise that vtr | (with clause: be aware that) | συνειδητοποιώ ότι/πως, αντιλαμβάνομαι ότι/πως, καταλαβαίνω ότι/πως περίφρ |
| | Did you realize that the school term starts next Monday? |
| | Συνειδητοποίησες ότι η σχολική χρονιά ξεκινά την επόμενη Δευτέρα; |
realize how/what/who, also UK: realise how/what/who vtr + conj | (be aware) (πως, πόσο, τι, ποιος) | συνειδητοποιώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω ρ μ |
| | He doesn't realize how important this is for me. |
| | Δε συνειδητοποιεί πόσο σημαντικό είναι αυτό για μένα. |
realize [sth], also UK: realise [sth]⇒ vtr | (fulfil, make real) | πραγματοποιώ ρ μ |
| | | υλοποιώ ρ μ |
| | (καθομιλουμένη) | κάνω πραγματικότητα περίφρ |
| | I hope you realize your dreams. |
| | Ελπίζω να πραγματοποιήσεις τα όνειρά σου. |