acquired

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/əˈkwaɪərd/

From the verb acquire: (⇒ conjugate)
acquired is: Click the infinitive to see all available inflections
v past
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: acquired, acquire

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
acquired adj (obtained)που απέκτησα περίφρ
  (λόγιος)αποκτηθείς μτχ αορ
  αποκτημένος μτχ πρκ
  (ιατρική)επίκτητος επίθ
 The source of Casey's acquired goods was unknown.
 Η πηγή για τα πράγματα που απέκτησε η Κέισι δεν ήταν γνωστή.
acquired adj (learned)που απέκτησα περίφρ
  (λόγιος)αποκτηθείς μτχ αορ
  αποκτημένος μτχ πρκ
 Try to put your acquired knowledge to the test in this task.
 Προσπάθησε να ελέγξεις τις αποκτηθείσες γνώσεις σου σε αυτή την εργασία.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
acquire [sth] vtr (obtain)αποκτάω, αποκτώ ρ μ
 That record is rare and difficult to acquire.
 Αυτός ο δίσκος είναι σπάνιος κι είναι δύσκολο να τον αποκτήσει κανείς.
acquire [sth] vtr (business: another business)εξαγοράζω ρ μ
 The corporation acquired two smaller firms in the deal last month.
 Η εταιρεία εξαγόρασε δύο μικρότερες επιχειρήσεις στη συμφωνία του προηγούμενου μήνα.
acquire [sth] vtr (contract disease) (ασθένεια)κολλάω, κολλώ ρ μ
 The vet gave the dog a vaccine to prevent it from acquiring rabies.
 Ο κτηνίατρος έκανε εμβόλιο στον σκύλο για να μην κολλήσει λύσσα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
acquired | acquire
ΑγγλικάΕλληνικά
acquired immunity n (after infection or vaccination)ανοσία που προκύπτει μετά από εμβολιασμό ή μόλυνση ουσ θηλ
 I have an acquired immunity to measles because I had measles as a child.
an acquired taste n (like for [sth] over time) (σχετικά σπάνιο)επίκτητο γούστο επίθ + ουσ θηλ
  (πιο απλά)κτ που πρέπει να το μάθω περίφρ
Σχόλιο: Αναφέρεται σε κάτι που χρειάζεται καιρός για να το μάθει κανείς και να αρχίσει να του αρέσει.
 Oysters are definitely an acquired taste.
 Τα στρείδια πρέπει να μάθει κανείς να του αρέσουν.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'acquired' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: [digitally, directly, academically, illegally] acquired, [knowledge] acquired from [school, training, the course], with her acquired [knowledge, skills], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση acquired στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «acquired».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!