WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
acquired adj | (obtained) | που απέκτησα περίφρ |
| (λόγιος) | αποκτηθείς μτχ αορ |
| | αποκτημένος μτχ πρκ |
| (ιατρική) | επίκτητος επίθ |
| The source of Casey's acquired goods was unknown. |
| Η πηγή για τα πράγματα που απέκτησε η Κέισι δεν ήταν γνωστή. |
acquired adj | (learned) | που απέκτησα περίφρ |
| (λόγιος) | αποκτηθείς μτχ αορ |
| | αποκτημένος μτχ πρκ |
| Try to put your acquired knowledge to the test in this task. |
| Προσπάθησε να ελέγξεις τις αποκτηθείσες γνώσεις σου σε αυτή την εργασία. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
acquire [sth]⇒ vtr | (obtain) | αποκτάω, αποκτώ ρ μ |
| That record is rare and difficult to acquire. |
| Αυτός ο δίσκος είναι σπάνιος κι είναι δύσκολο να τον αποκτήσει κανείς. |
acquire [sth] vtr | (business: another business) | εξαγοράζω ρ μ |
| The corporation acquired two smaller firms in the deal last month. |
| Η εταιρεία εξαγόρασε δύο μικρότερες επιχειρήσεις στη συμφωνία του προηγούμενου μήνα. |
acquire [sth] vtr | (contract disease) (ασθένεια) | κολλάω, κολλώ ρ μ |
| The vet gave the dog a vaccine to prevent it from acquiring rabies. |
| Ο κτηνίατρος έκανε εμβόλιο στον σκύλο για να μην κολλήσει λύσσα. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: