reality

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/riˈælɪti/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/riˈælɪti/ ,USA pronunciation: respelling(rē ali tē)

Inflections of 'reality' (n): npl: realities
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
reality n (fact) (γεγονός)πραγματικότητα, αλήθεια ουσ θηλ
 The reality is that smoking kills.
 Η πραγματικότητα (or: αλήθεια) είναι ότι το κάπνισμα σκοτώνει.
reality n uncountable (state of being real)πραγματικότητα ουσ θηλ
 What does Aristotle say about the nature of reality?
 Τι λέει ο Αριστοτέλης για τη φύση της πραγματικότητας;
reality n ([sb]'s perception of truth)ο τρόπος που αντιλαμβάνομαι την πραγματικότητα περίφρ
  αντίληψη της πραγματικότητας περίφρ
  (μεταφορικά)αλήθεια ουσ θηλ
 Her reality is different than ours.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
daily reality n (everyday fact or routine)καθημερινότητα ουσ θηλ
  καθημερινή πραγματικότητα επίθ + ουσ θηλ
 Living in fear of deportation is a daily reality for undocumented workers.
grim reality n (harsh truth of a situation)πικρή αλήθεια έκφρ
 The grim reality is that the chances of finding any more survivors are next to zero.
in reality adv (in actual fact)στην πραγματικότητα περίφρ
 Some people believe Mercury is the hottest planet when in reality Venus is hotter.
 Ορισμένοι πιστεύουν ότι ο Ερμής είναι ο πιο θερμός πλανήτης, ενώ στην πραγματικότητα η Αφροδίτη είναι πιο θερμή.
lose your grip on reality v expr (no longer understand things)χάνω την αίσθηση της πραγματικότητας έκφρ
reality check n informal ([sth] that disabuses [sb] of unrealistic ideas) (κατά λέξη)αξιολόγηση της πραγματικότητας περίφρ
  (μεταφορικά, καθομ)σκούντημα, ταρακούνημα ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)reality check φρ ως ουσ ουδ
 When she moved out of her parents' house, suddenly having to do everything for herself was a reality check for Nancy.
reality show,
reality TV show
n
(TV show featuring ordinary people)ριάλιτι ουσ ουδ άκλ
 Contestants on this reality show are followed by cameras day and night.
reality television n (TV about real-life situations or people)ριάλιτι τηλεόραση φρ ως ουσ θηλ
reality TV n informal, abbreviation (reality television)εκπομπή riality, εκπομπή ριάλιτι φρ ως ουσ θηλ
  riality, ριάλιτι ουσ ουδ άκλ
Σχόλιο: ριάλιτι: ξενικό, άκλιτο
 Reality TV is very popular right now.
virtual reality n (computer simulation)εικονική πραγματικότητα επίθ + ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'reality' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: the [harsh, stark, crude, cruel] reality, [love, hate] reality TV, life's [harsh] realities, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση reality στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «reality».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!