pants

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈpænts/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/pænts/ ,USA pronunciation: respelling(pants)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: pants, knicker, pant
Ο όρος 'pants' παραπέμπει στον όρο 'knicker'. Θα τον βρείτε σε μία ή περισσότερες από τις παρακάτω γραμμές.'pants' is cross-referenced with 'knicker'. It is in one or more of the lines below.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
pants (US),
trousers (UK)
npl
(clothing for the legs)παντελόνι ουσ ουδ
 Mary's pants had a hole in the knee.
 Το παντελόνι της Μαίρης είχε μια τρύπα στο γόνατο.
pants (UK),
underpants (US)
npl
(underwear)εσώρουχο ουσ ουδ
  σλιπ ουσ ουδ άκλ
  (καθομιλουμένη: άκομψο)σώβρακο, βρακί ουσ ουδ
 Jeff put on his pants and vest and a pair of jeans. Brian packed five pairs of underpants in his suitcase.
 Ο Τζεφ φόρεσε το εσώρουχό του και τη φανέλα του και ένα τζιν. Ο Μπράιαν έβαλε πέντε εσώρουχα στη βαλίτσα του.
pants (UK),
panties (US)
npl
(women's or girls' underpants)εσώρουχο ουσ ουδ
  βρακάκι, σλιπάκι, κιλοτάκι ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη: άκομψο)βρακί ουσ ουδ
 Under her skirt, Judy wore lace pants. Patricia bought herself some new panties with a lace frill.
 Κάτω από τη φούστα της, η Τζούντυ φορούσε δαντελένιο εσώρουχο. Η Πατρίσια αγόρασε μερικά καινούργια εσώρουχα με δαντελένιο τελείωμα για τον εαυτό της.
pants,
pant (US),
trouser (UK)
n as adj
(relating to trousers)του παντελονιού περίφρ
 This pant leg isn't wide enough.
 Το πατζάκι αυτού του του παντελονιού δεν είναι αρκετά φαρδύ.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
pants adj pejorative, informal, UK (inferior)χάλια επίθ άκλ
  (αργκό)μάπα, μούφα, φόλα, πατάτα ουσ ως επίθ
 That film was pants.
pants at [sth] adj + prep pejorative, informal, UK (person: incompetent, useless) (καθομιλουμένη)άχρηστος σε κτ, άσχετος σε κτ επίθ + πρόθ
  (καθομιλουμένη)δεν σκαμπάζω από κτ έκφρ
 I'm pants at football, and John's pants at chess.
pants interj informal, UK (expressing mild annoyance) (καθομιλουμένη)να πάρει έκφρ
 Oh pants! I forgot to book a table for Friday night. I hope the restaurant still has one available.
pants [sb] vtr informal, US (pull down [sb]'s trousers)ξεβρακώνω ρ μ
  κατεβάζω το παντελόνι κπ έκφρ
 The frat boys pantsed Ryan as part of his hazing.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
knickers npl UK (women's underpants)κιλοτάκι, σλιπάκι ουσ ουδ
  (πιο κομψό)εσώρουχο ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)βρακί ουσ ουδ
 Sarah bought some new knickers at the store.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
knickers npl US (knickerbockers)είδος παντελονιού μέχρι το γόνατο
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 As a part of his costume, Ben wore a pair of knickers.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
pant vi (dog: breathe noisily)βαριανασαίνω ρ αμ
  αγκομαχάω, αγκομαχώ ρ αμ
  ασθμαίνω ρ αμ
 Our old dog was panting in the heat.
 Ο γέρικος σκύλος μας βαριανάσαινε με τη ζέστη.
pant vi (breathe quickly)λαχανιάζω ρ αμ
 Cheryl was panting after her morning run.
 Η Σέρυλ λαχάνιασε μετά το πρωινό τρέξιμο.
pant n (gasp)αγκομαχητό, λαχάνιασμα ουσ ουδ
  (συνήθως πληθυντικός)κοφτή ανάσα επίθ + ουσ θηλ
 Anthony's pants of effort showed how hard he was working.
 Οι κοφτές ανάσες του Άντονυ έδειχναν πόσο σκληρά δούλευε.
pant [sth] vtr (say [sth] with gasps)λέω κτ λαχανιασμένος περίφρ
  λέω κτ με δυσκολία περίφρ
  λέω αγκομαχώντας περίφρ
 "Look out," Elaine panted. "He's gaining on us."
 «Πρόσεξε,» είπε η Ελέιν αγκομαχώντας. «Μας φτάνει.»
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
pant for [sth] vtr phrasal insep figurative (desire, long for) (μεταφορικά)διψάω για κτ έκφρ
  (επίσημο)επιζητώ ρ μ
 After Glenn double-crossed him, Adam was panting for revenge.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
pants | pant | knicker
ΑγγλικάΕλληνικά
by the seat of your pants expr (without experience or knowledge)βασίζομαι μόνο στον εαυτό μου έκφρ
  βασίζομαι μόνο στις γνώσεις μου έκφρ
capri pants npl (mid-calf-length casual trousers)παντελόνι κάπρι φρ ως ουσ ουδ
  κάπρι ουσ ουδ άκλ
 We are not allowed to wear shorts at work, but capri pants are fine.
cargo pants (US),
cargo trousers (UK)
npl
(casual trousers) (μεταφορικά)στρατιωτικό παντελόνι επίθ + ουσ ουδ
  παντελόνι cargo περίφρ
dress pants npl US (men's formal trousers)καλό παντελόνι επίθ + ουσ ουδ
 Even if you live in jeans, you should own at least one nice pair of dress pants.
have ants in your pants,
also US: have ants in the pants
v expr
figurative, slang (fidget) (αργκό)έχω τριζόνες στον κώλο μου έκφρ
 She has ants in her pants, that girl. She never sits still!
have hot pants for [sb] v expr US, slang (be sexually attracted to [sb](καθομιλουμένη)γουστάρω ρ μ
hockey pants npl (trousers worn by hockey player)παντελόνι χόκεϊ, παντελόνι χόκεϋ περίφρ
hot pants npl (women's short pants)καυτό σορτσάκι επίθ + ουσ ουδ
hot pants npl US, slang, derogatory (sexual appetite) (αργκό, χυδαίο)καύλα ουσ θηλ
jogging pants (clothing)φόρμα ουσ θηλ
  (απόλυτη ακρίβεια)φόρμα για τρέξιμο φρ ως ουσ θηλ
kick in the pants n US, figurative, informal (motivating action) (μεταφορικά)σπρώξιμο ουσ ουδ
kick in the pants n US, figurative, informal (fun thing or person)τέλειος επίθ
  απίθανος επίθ
 That road trip was a real kick in the pants!
long pants npl US (trousers: reaching to feet)μακρύ παντελόνι επίθ + ουσ ουδ
 Bill is wearing long pants.
men's pants (US),
men's trousers (UK)
npl
(long pants for men)αντρικό παντελόνι επίθ + ουσ ουδ
pair of pants n UK (underpants)εσώρουχο ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη: γυναικείο)κιλότα ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)βρακί ουσ ουδ
Σχόλιο: συχνά στον πληθυντικό: εσώρουχα
pair of pants n US (outer garment: trousers)παντελόνι ουσ ουδ
 My son has already outgrown the last pair of pants I bought him. She bought three pairs of pants at the mall in one day!
 Ο γιος μου έχει ήδη μεγαλώσει για το τελευταίο παντελόνι που του αγόρασα. Αγόρασε τρία παντελόνια στο εμπορικό μέσα σε μια μέρα!
pajama pants,
pajama bottoms (US),
pyjama bottoms,
pyjama trousers (UK)
npl
(sleepwear: lower part)παντελόνι πιζάμας, παντελόνι πιτζάμας φρ ως ουσ ουδ
pee your pants v expr informal (wet yourself)κατουριέμαι ρ αμ
  (καθομιλουμένη)τα κάνω πάνω μου έκφρ
pee your pants v expr figurative, informal (be very scared) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)κατουριέμαι από τον φόβο μου έκφρ
pee your pants v expr figurative, informal (laugh uncontrollably) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)κατουριέμαι από τα γέλια έκφρ
short pants npl US (shorts, thigh-length trousers)κοντό παντελόνι, σορτς, σορτσάκι έκφρ
 The weather's much too cold for you to wear short pants.
 Ο καιρός είναι πολύ κρύος για να φορέσεις κοντό παντελόνι.
ski pants npl US (trousers worn for skiing)παντελόνι του σκι έκφρ
 When he finished, his ski pants were soaking wet.
 Όταν τελείωσε, το παντελόνι του σκι ήταν μούσκεμα.
smartypants,
smarty-pants
n
informal, figurative (arrogantly clever person) (καθομιλουμένη)εξυπνάκιας, ξερόλας ουσ αρσ
  κάνει τον έξυπνο έκφρ
suspender pants npl US (trousers held up by braces)παντελόνι με τιράντες περίφρ
sweatpants,
sweat pants
npl
US (loose pants with an elastic waist) (παντελόνι γυμνατικής)φόρμα ουσ θηλ
 On my days off I like to lounge around the house in sweatpants.
thermal pants npl (long johns: undertrousers for cold weather)ισοθερμικό παντελόνι επίθ + ουσ ουδ
track pants (US),
tracksuit trousers,
tracksuit bottoms (UK)
npl
(athlete's long tracksuit trousers)φόρμα ουσ θηλ
  (κατά λέξη)παντελόνι αθλητικής φόρμας περίφρ
wear the pants (US),
wear the trousers (UK)
v expr
figurative (have control of [sth](μεταφορικά)φοράω τα παντελόνια, φορώ τα παντελόνια έκφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'pants' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: US: [jogging, running, denim] pants, [step, fit] into one pants leg, slang, UK: [my phone, this film, your idea] is pants!, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση pants στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «pants».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!