mop

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈmɒp/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/mɑp/ ,USA pronunciation: respelling(mop)

Inflections of 'mop' (v): (⇒ conjugate)
mops
v 3rd person singular
mopping
v pres p
mopped
v past
mopped
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
mop n (floor-cleaning tool)σφουγγαρίστρα ουσ θηλ
  (παλαιό)μάπα ουσ θηλ
 Rachel grabbed a mop and cleaned the floor.
 Η Ρέιτσελ άρπαξε μια σφουγγαρίστρα και καθάρισε το πάτωμα.
mop [sth] vtr (floor: clean)σφουγγαρίζω ρ μ
 Kyle mopped the floor after his shift.
 Ο Κάιλ σφουγγάρισε το πάτωμα μετά από τη βάρδιά του.
mop of hair n slang, figurative (thick hair) (μτφ, καθομ: συχνά για σκυλί)βελέντζα ουσ θηλ
  (σγουρά, φουντωτά)αφάνα ουσ θηλ
 The boy had a thick mop of hair.
 Το αγόρι μαλλιά του αγοριού ήταν μια πυκνή αφάνα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
ΑγγλικάΕλληνικά
mop up vi phrasal (clean floors)σφουγγαρίζω, καθαρίζω ρ αμ
  σφουγγαρίζω, καθαρίζω ρ μ
 The villagers are still mopping up after their homes were flooded yesterday evening.
 Οι χωρικοί ακόμη σφουγγαρίζουν (or: καθαρίζουν) μετά τις πλημμύρες χθες το απόγευμα.
 Οι χωρικοί ακόμη σφουγγαρίζουν (or: καθαρίζουν) τα σπίτια τους μετά τις πλημμύρες χθες το απόγευμα.
mop up vi phrasal slang, figurative (handle consequences) (μεταφορικά, ανεπίσημο)καθαρίζω ρ αμ
  (μεταφορικά)συμμαζεύω ρ μ
 You're always causing trouble and it's always me who has to come in and mop up after you.
 Πάντα δημιουργείς προβλήματα και πρέπει εγώ να επέμβω και να καθαρίσω μετά.
mop [sth] up vtr phrasal sep (clean up)σφουγγαρίζω, καθαρίζω ρ μ
 I'll mop up the milk you spilled.
 Θα σφουγγαρίσω (or: καθαρίσω) το γάλα που έχυσες.
mop [sth] up vtr phrasal sep informal, figurative (wipe up) (μεταφορικά)σκουπίζω, καθαρίζω ρ μ
 Serve with plenty of bread to mop up the gravy.
 Σερβίρετε το με αρκετό ψωμί για να σκουπίσετε (or: καθαρίσετε) τη σάλτσα.
mop [sth] up vtr phrasal sep slang, figurative (handle consequences)ξεκαθαρίζω ρ μ
  αντιμετωπίζω ρ μ
 First they will have to mop up the mess created by the outgoing administration.
 Πρώτα πρέπει να ξεκαθαρίσουν το μπέρδεμα που δημιουργήθηκε από την απερχόμενη διοίκηση.
mop [sth] up vtr phrasal sep slang, figurative (defeat)ανατρέπω ρ μ
  (μεταφορικά)αποτελειώνω ρ μ
 Allied troops were still trying to mop up resistance in the south of the country.
 Τα συμμαχικά στρατεύματα προσπαθούσαν ακόμη να ανατρέψουν την αντίσταση στο νότιο μέρος της χώρας.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
dust mop,
dry mop
n
(cleaning tool)παρκετέζα ουσ θηλ
dust-mop [sth] vtr (clean [sth] with dust mop)καθαρίζω κτ με την παρκετέζα έκφρ
  περνάω κτ με την παρκετέζα έκφρ
dust-mop vi (clean with dust mop)καθαρίζω με την παρκετέζα έκφρ
wipe the floor with [sb],
mop the floor with [sb]
v expr
figurative, informal (easily defeat) (μεταφορικά)κάνω κπ σκόνη έκφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'mop' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: replace the mop head, the mop handle has [broken, split], [clean, wipe] the floors with a mop, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση mop στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «mop».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!