WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| moot adj | (of no practical significance) | ακαδημαϊκής φύσεως φρ ως επίθ |
| | | που έχει μόνο ακαδημαϊκή αξία, που έχει μόνο θεωρητική αξία περίφρ |
| | I understand what you mean but – well, it's rather a moot argument. |
| | Καταλαβαίνω τι λες αλλά, βασικά, είναι ένα επιχείρημα ακαδημαϊκής φύσεως. |
| moot adj | (debatable) | αμφιλεγόμενος αμφισβητούμενος, αμφισβητήσιμος επίθ |
| | Who is right and who is wrong in this argument is a moot question. |
| | Το ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο σε αυτή τη διαφωνία είναι αμφιλεγόμενο θέμα. |
| moot [sth]⇒ vtr | often passive (raise: a subject) | έρχομαι στην κουβέντα περίφρ |
| | | αναφέρομαι ρ αμ |
| | He always fell silent whenever the subject was mooted. |
| | Πάντα σιώπαινε όταν αναφερόταν το θέμα. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: