• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: moored, moor

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
moored adj (boat: tied to land)αγκυροβολημένος, αραγμένος, προσδεδεμένος μτχ πρκ
  δεμένος μτχ πρκ
 John lives in a moored canal boat.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
moor n (heath, wasteland)χερσότοπος ουσ αρσ
 The farmer dug some peat out of the moor.
moor [sth] vtr (ship, boat) (στην προβλήτα)προσδένω ρ μ
  (καθομιλουμένη)αράζω ρ μ
  (επίσημο)ελλιμενίζω ρ μ
 The sailor moored the boat to the dock.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
moor n (anchor)άγκυρα ουσ θηλ
 Nate dropped a moor to the ocean floor.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'moored' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση moored στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «moored».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!