|
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: Κύριες μεταφράσεις |
ditch n | (dyke, trench) | χαντάκι ουσ ουδ |
| (επίσημο, μεγάλο) | τάφρος ουσ θηλ |
| There was a ditch running alongside the road. |
| Υπήρχε ένα χαντάκι που προχωρούσε παράλληλα προς τον δρόμο. |
ditch [sth]⇒ vtr | informal (throw [sth] away) (καθομιλουμένη) | ξεφορτώνομαι ρ μ |
| | παρατάω, παρατώ ρ μ |
| | αφήνω ρ μ |
| (αργκό) | στέλνω ρ μ |
| My pack was too heavy, so I ditched some supplies. |
| Το σακίδιό μου ήταν πολύ βαρύ, έτσι ξεφορτώθηκα κάποιες προμήθειες. |
ditch [sth] vtr | figurative, informal (abandon: an idea, business) (καθομιλουμένη) | παρατάω, παρατώ ρ μ |
| | αφήνω ρ μ |
| The project turned out to be too expensive, so Karen ditched it. |
| Το πρότζεκτ αποδείχτηκε υπερβολικά ακριβό, έτσι η Κάρεν το παράτησε (or: άφησε). |
ditch [sb]⇒ vtr | figurative, informal (leave: a lover) (καθομιλουμένη, μτφ) | παρατάω, παρατώ ρ μ |
| (αργκό) | στέλνω, σουτάρω ρ μ |
| | χωρίζω ρ μ |
| Harry found he was arguing with his girlfriend all the time, so he ditched her. |
| Ο Χάρυ διαπίστωσε πως μάλωνε συνέχεια με το κορίτσι του, οπότε την παράτησε. |
ditch [sb] vtr | informal (evade, leave behind) | αφήνω ρ μ |
| (καθομιλουμένη) | παρατάω, παρατώ ρ μ |
| Janet ditched her younger brother and went off to meet her friends. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
ditch n | (pit of elbow or knee) (στο χέρι) | εσωτερικό του αγκώνα φρ ως ουσ ουδ |
| (στο πόδι) | εσωτερικό του γόνατος φρ ως ουσ ουδ |
| I've got an annoying itch in the ditch of my elbow. |
ditch⇒ vi | (aircraft: land on water) (θάλασσα) | προσθαλασσώνομαι ρ αμ |
| | κάνω προσθαλάσσωση περίφρ |
| (νερό γενικά) | προσυδατώνομαι ρ αμ |
| | κάνω προσυδάτωση περίφρ |
Σχόλιο: Εάν δεν εννοείται από τα συμφραζόμενα, μπορεί να προστεθεί η περιγραφή «αναγκαστική», για μεγαλύτερη ακρίβεια. | | The plane's systems were failing and the pilot realized he would have to ditch. |
| Τα συστήματα του αεροπλάνου δεν ανταποκρίνονταν και ο πιλότος συνειδητοποίησε πως πρέπει να προσθαλασσωθεί. |
ditch [sth]⇒ vtr | (defect, play truant) | κάνω κοπάνα έκφρ |
| She persuaded her brothers to ditch school with her. |
ditch [sth] vtr | (aircraft: land on water) (θάλασσα) | προσθαλασσώνω ρ μ |
| (νερό γενικά) | προσυδατώνω ρ μ |
Σχόλιο: Εάν δεν εννοείται από τα συμφραζόμενα, μπορεί να προστεθεί η περιγραφή «αναγκαστικά», για μεγαλύτερη ακρίβεια. | | The pilot ditched the plane and climbed out onto his raft. |
| Ο πιλότος προσθαλάσσωσε το αεροπλάνο και μπήκε στη λέμβο του. |
ditch [sth] vtr | (dig a ditch in [sth]) | σκάβω χαντάκι περίφρ |
| | σκάβω λάκκο περίφρ |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Ο όρος 'ditch' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
|
|