Κύριες μεταφράσεις |
limited adj | (restricted) | περιορισμένος μτχ πρκ |
| The project made only limited progress due to the incompetent manager. |
| Το πρότζεκτ σημείωσε περιορισμένη πρόοδο εξαιτίας του ανίκανου μάνατζερ. |
limited adj | (money, resources) | περιορισμένος μτχ πρκ |
| (καθομ: συνήθως χρήματα) | μετρημένος μτχ πρκ |
| The company only had limited resources, so they couldn't pursue every good idea. |
| Η εταιρεία είχε περιορισμένους μόνο πόρους και έτσι δεν μπορούσαν να υλοποιήσουν κάθε καλή ιδέα. |
Limited adj | (company: Ltd) (συντομογραφία) | Ε.Π.Ε. ουσ θηλ άκλ |
| (κατά λέξη: εταιρεία) | περιορισμένης ευθύνης φρ ως επίθ |
| Paul started his company, Paul's Calls Limited, to try to profit from his ability to do great bird calls. |
| Ο Πωλ ξεκίνησε την εταιρεία του, τα Κελαϊδίσματα του Πωλ Ε.Π.Ε., για να κερδίσει από την ικανότητά του να κάνει υπέροχα κελαϊδίσματα. |
Κύριες μεταφράσεις |
limit [sth]⇒ vtr | (restrict) | περιορίζω ρ μ |
| | ελέγχω ρ μ |
| The courts in the US are supposed to limit the power of the president and Congress. |
| Τα δικαστήρια στις ΗΠΑ υποτίθεται πως ελέγχουν την εξουσία του προέδρου και του Κογκρέσου. |
limit n | (end of range) | όριο ουσ ουδ |
| | άκρο ουσ ουδ |
| The cattle spread out to the far limits of the enclosure. |
| Τα ζώα απλώθηκαν μέχρι τα απομακρυσμένα άκρα της περιφραγμένης περιοχής. |
limits npl | (area, property border) | όρια ουσ ουδ πλ |
| (περιοχές) | σύνορα ουσ ουδ πλ |
| The parolee was arrested for crossing the state limits into Texas. |
| Ο ελεύθερος με αναστολή συνελήφθη επειδή πέρασε τα σύνορα της πολιτείας με το Τέξας. |
limits npl | (property) | όρια ουσ ουδ πλ |
| The warden doesn't ever allow prisoners outside the prison limits. |
| Ο φύλακας δεν επιτρέπει ποτέ τους φυλακισμένους να βγουν έξω από τα όρια της φυλακής. |
limits npl | figurative (rules of conduct) | όρια ουσ ουδ πλ |
| | λογικό όριο επίθ + ουσ ουδ |
| The boss said that, within limits, the employees could do whatever they wanted with their breaks. |
| Ο προϊστάμενος είπε ότι εντός λογικών ορίων οι υπάλληλοι μπορούσαν να κάνουν ό, τι ήθελαν στα διαλείμματά τους. |
limit n | informal (maximum permitted) | όριο ουσ ουδ |
| Twenty pounds is the limit for carry-on bags on that airline. |
| The bartender refused to serve me because I'd reached the limit. |
| Τα δέκα κιλά είναι το όριο για τις χειραποσκευές σε εκείνη την αεροπορική. // Ο μπάρμαν αρνήθηκε να με σερβίρει γιατί είχα φτάσει στο όριο. |
the limit n | slang, figurative (person, thing: exasperating) (καθομιλουμένη: κπ ή κτ) | με έχει φέρει ως εδώ, με έχει φέρει στα όριά μου έκφρ |
| | απαράδεκτος, απερίγραπτος επίθ |
| You're really the limit, you know – I just can't talk to you any more. |
| Με έχεις φέρει ως εδώ να ξέρεις – απλά δεν μπορώ να σου μιλήσω άλλο. |
| Είσαι απαράδεκτος να ξέρεις – απλά δεν μπορώ να σου μιλήσω άλλο. |