limitation

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˌlɪmɪˈteɪʃən/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˌlɪmɪˈteɪʃən/ ,USA pronunciation: respelling(lim′i tāshən)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
limitation n (restriction, limit)περιορισμός ουσ αρσ
 There are far too many limitations in the draft contract.
 Υπάρχουν υπερβολικοί περιορισμοί στο προσχέδιο του συμβολαίου.
limitation n (handicap)περιορισμός ουσ αρσ
  όριο ουσ ουδ
 Don't set limitations on yourself. If you want to do something, just give it a try!
 Μην θέτεις περιορισμούς στον εαυτό σου. Αν θέλεις να κάνεις κάτι, απλά δοκίμασέ το!
limitation n (law: time restriction) (χρονικός)περιορισμός ουσ αρσ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
including without limitation expr (law: including said thing and maybe more)περιλαμβάνει χωρίς περιορισμούς έκφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'limitation' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση limitation στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «limitation».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!