limiting

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈlɪmɪtɪŋ/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(limi ting)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: limiting, limit

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
limiting adj (restrictive)περιοριστικός επίθ
 The company has begun to feel the limiting effects of the new laws.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
limit [sth] vtr (restrict)περιορίζω ρ μ
  ελέγχω ρ μ
 The courts in the US are supposed to limit the power of the president and Congress.
 Τα δικαστήρια στις ΗΠΑ υποτίθεται πως ελέγχουν την εξουσία του προέδρου και του Κογκρέσου.
limit n (end of range)όριο ουσ ουδ
  άκρο ουσ ουδ
 The cattle spread out to the far limits of the enclosure.
 Τα ζώα απλώθηκαν μέχρι τα απομακρυσμένα άκρα της περιφραγμένης περιοχής.
limits npl (area, property border)όρια ουσ ουδ πλ
  (περιοχές)σύνορα ουσ ουδ πλ
 The parolee was arrested for crossing the state limits into Texas.
 Ο ελεύθερος με αναστολή συνελήφθη επειδή πέρασε τα σύνορα της πολιτείας με το Τέξας.
limits npl (property)όρια ουσ ουδ πλ
 The warden doesn't ever allow prisoners outside the prison limits.
 Ο φύλακας δεν επιτρέπει ποτέ τους φυλακισμένους να βγουν έξω από τα όρια της φυλακής.
limits npl figurative (rules of conduct)όρια ουσ ουδ πλ
  λογικό όριο επίθ + ουσ ουδ
 The boss said that, within limits, the employees could do whatever they wanted with their breaks.
 Ο προϊστάμενος είπε ότι εντός λογικών ορίων οι υπάλληλοι μπορούσαν να κάνουν ό, τι ήθελαν στα διαλείμματά τους.
limit n informal (maximum permitted)όριο ουσ ουδ
 Twenty pounds is the limit for carry-on bags on that airline.
 The bartender refused to serve me because I'd reached the limit.
 Τα δέκα κιλά είναι το όριο για τις χειραποσκευές σε εκείνη την αεροπορική. // Ο μπάρμαν αρνήθηκε να με σερβίρει γιατί είχα φτάσει στο όριο.
the limit n slang, figurative (person, thing: exasperating) (καθομιλουμένη: κπ ή κτ)με έχει φέρει ως εδώ, με έχει φέρει στα όριά μου έκφρ
  απαράδεκτος, απερίγραπτος επίθ
 You're really the limit, you know – I just can't talk to you any more.
 Με έχεις φέρει ως εδώ να ξέρεις – απλά δεν μπορώ να σου μιλήσω άλλο.
 Είσαι απαράδεκτος να ξέρεις – απλά δεν μπορώ να σου μιλήσω άλλο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
limit n (mathematics)όριο ουσ ουδ
 Tom had no idea how to find the limit of the function.
limits npl (range of power)όρια ουσ ουδ πλ
 The state requires police officers to stay inside the limits of their jurisdiction.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
limiting | limit
ΑγγλικάΕλληνικά
limiting factor n ([sth] that restricts growth)ανασταλτικός παράγοντας επίθ + ουσ αρσ
  περιοριστικός παράγοντας επίθ + ουσ αρσ
  αυτό που με περιορίζει περίφρ
 The fact that he never got a degree will be a limiting factor in his career.
 In some pet fish, the limiting factor is the size of the tank in which they are kept.
self-limited,
self-limiting
adj
(condition: runs its course untreated)αυτοπεριοριζόμενος επίθ
self-limiting adj (virus, etc.: getting better by itself)αυτοπεριοριζόμενος μτχ ενεστ
  (καθομιλουμένη: ασθένεια)που περνάει μόνη της, που κάνει τον κύκλο της έκφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'limiting' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση limiting στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «limiting».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!