• WordReference
  • Definition
Σε αυτή τη σελίδα: Ltd, limited
Ο όρος 'Ltd' παραπέμπει στον όρο 'limited'. Θα τον βρείτε σε μία ή περισσότερες από τις παρακάτω γραμμές.'Ltd' is cross-referenced with 'limited'. It is in one or more of the lines below.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
Ltd,
Ltd.,
Ld.
adj
written, abbreviation (company: Limited) (συντομ.)ΕΠΕ ουσ θηλ άκλ
  εταιρεία περιορισμένης ευθύνης φρ ως ουσ θηλ
 My father's law firm is called Rogers and Rogers, Ltd.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
limited adj (restricted)περιορισμένος μτχ πρκ
 The project made only limited progress due to the incompetent manager.
 Το πρότζεκτ σημείωσε περιορισμένη πρόοδο εξαιτίας του ανίκανου μάνατζερ.
limited adj (money, resources)περιορισμένος μτχ πρκ
  (καθομ: συνήθως χρήματα)μετρημένος μτχ πρκ
 The company only had limited resources, so they couldn't pursue every good idea.
 Η εταιρεία είχε περιορισμένους μόνο πόρους και έτσι δεν μπορούσαν να υλοποιήσουν κάθε καλή ιδέα.
Limited adj (company: Ltd) (συντομογραφία)Ε.Π.Ε. ουσ θηλ άκλ
  (κατά λέξη: εταιρεία)περιορισμένης ευθύνης φρ ως επίθ
 Paul started his company, Paul's Calls Limited, to try to profit from his ability to do great bird calls.
 Ο Πωλ ξεκίνησε την εταιρεία του, τα Κελαϊδίσματα του Πωλ Ε.Π.Ε., για να κερδίσει από την ικανότητά του να κάνει υπέροχα κελαϊδίσματα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
limited adj (reduced, smaller)περιορισμένος επίθ
 Our department now only has a limited staff because of the recent budget cuts.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
limited | Ltd
ΑγγλικάΕλληνικά
geographically limited adj (operating over a restricted area)περιορισμένος γεωγραφικά επίθ
 The orangutan's natural habit is geographically limited to a few forests in Sumatra.
limited company n UK (business structure)εταιρία περιορισμένης ευθύνης φρ ως ουσ θηλ
limited edition n (book or print restricted to a certain number of copies)περιορισμένη/ειδική έκδοση έκφρ
 The collector was searching for a limited edition copy of Orwell's "Animal Farm".
limited liability (economics)περιορισμένη ευθύνη επίθ + ουσ θηλ
limited liability company,
Limited Liability Company
n
(business structure)εταιρεία περιορισμένης ευθύνης φρ ως ουσ θηλ
limited number n (restricted series)περιορισμένος αριθμός επίθ + ουσ αρσ
 There were only a limited number of these cars manufactured, so you will be lucky to get one.
limited warranty n (guarantee with restricted terms)περιορισμένη εγγύηση επίθ + ουσ θηλ
self-limited,
self-limiting
adj
(condition: runs its course untreated)αυτοπεριοριζόμενος επίθ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'Ltd' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση Ltd στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «Ltd».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!