confined

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/kənˈfaɪnd/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(kən fīnd)

From the verb confine: (⇒ conjugate)
confined is: Click the infinitive to see all available inflections
v past
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: confined, confine

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
confined adj (restricted, limited)περιορισμένος επίθ
 The room was windowless and confined.
 Το δωμάτιο δεν είχε παράθυρα και ήταν περιορισμένο.
confined adj (person: captive)περιορισμένος, έγκλειστος επίθ
 The girl was confined in the basement for weeks.
 Το κορίτσι ήταν έγκλειστο στο υπόγειο για εβδομάδες.
confined adj (space: small, enclosed) (χώρος)περιορισμένος
  (μεταφορικά)στριμωχτός επίθ
 It's hard to even scratch in such a confined space.
 Είναι δύσκολο ακόμη και να ξύσεις σε έναν τόσο περιορισμένο χώρο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
confine [sth] vtr (restrict, limit)περιορίζω, συγκρατώ ρ μ
 Please try to confine your remarks to helpful criticism.
 Σε παρακαλώ προσπάθησε να περιορίσεις τις παρατηρήσεις σου σε κριτική που βοηθάει.
confine [sth] to [sth] vtr (restrict, limit)κλείνω κπ/κτ σε κτ ρ μ + πρόθ
  περιορίζω κπ/κτ σε κτ ρ μ + πρόθ
 The farmer confined the sheep to one small field.
 Ο αγρότης έκλεισε τα πρόβατα σε ένα μικρό χωράφι.
confine [sb] vtr (keep in captivity)θέτω υπό περιορισμό, θέτω υπό κράτηση περίφρ
  εγκλείω ρ μ
  (εγώ ο ίδιος)είμαι έγκλειστος ε έκφρ
 The prisoners were confined for up to 20 hours a day.
 Οι φυλακισμένοι ήταν έγκλειστοι για ως και 20 ώρες την ημέρα.
confines npl (boundary, limits)όρια ουσ ουδ πλ
  πλαίσιο ουσ ουδ
 What you propose is outside the confines of the rules.
 Αυτό που προτείνεις είναι εκτός του πλαισίου του κανονισμού.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'confined' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: is confined to his [cell, room], confined to bed rest (after the operation), confined for [two months], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση confined στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «confined».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!