WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| confined adj | (restricted, limited) | περιορισμένος επίθ |
| | The room was windowless and confined. |
| | Το δωμάτιο δεν είχε παράθυρα και ήταν περιορισμένο. |
| confined adj | (person: captive) | περιορισμένος, έγκλειστος επίθ |
| | The girl was confined in the basement for weeks. |
| | Το κορίτσι ήταν έγκλειστο στο υπόγειο για εβδομάδες. |
| confined adj | (space: small, enclosed) (χώρος) | περιορισμένος |
| | (μεταφορικά) | στριμωχτός επίθ |
| | It's hard to even scratch in such a confined space. |
| | Είναι δύσκολο ακόμη και να ξύσεις σε έναν τόσο περιορισμένο χώρο. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| confine [sth]⇒ vtr | (restrict, limit) | περιορίζω, συγκρατώ ρ μ |
| | Please try to confine your remarks to helpful criticism. |
| | Σε παρακαλώ προσπάθησε να περιορίσεις τις παρατηρήσεις σου σε κριτική που βοηθάει. |
| confine [sth] to [sth]⇒ vtr | (restrict, limit) | κλείνω κπ/κτ σε κτ ρ μ + πρόθ |
| | | περιορίζω κπ/κτ σε κτ ρ μ + πρόθ |
| | The farmer confined the sheep to one small field. |
| | Ο αγρότης έκλεισε τα πρόβατα σε ένα μικρό χωράφι. |
| confine [sb]⇒ vtr | (keep in captivity) | θέτω υπό περιορισμό, θέτω υπό κράτηση περίφρ |
| | | εγκλείω ρ μ |
| | (εγώ ο ίδιος) | είμαι έγκλειστος ε έκφρ |
| | The prisoners were confined for up to 20 hours a day. |
| | Οι φυλακισμένοι ήταν έγκλειστοι για ως και 20 ώρες την ημέρα. |
| confines npl | (boundary, limits) | όρια ουσ ουδ πλ |
| | | πλαίσιο ουσ ουδ |
| | What you propose is outside the confines of the rules. |
| | Αυτό που προτείνεις είναι εκτός του πλαισίου του κανονισμού. |