leaving

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈliːvɪŋ/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(lēving)

From the verb leave: (⇒ conjugate)
leaving is: Click the infinitive to see all available inflections
v pres p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: leaving, leave

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
leaving n (physical: departure)αποχώρηση ουσ θηλ
  (μεταφορικού μέσου)αναχώρηση ουσ θηλ
  (απόδραση)φυγή ουσ θηλ
 No one really mourned the manager's leaving.
 Κανείς δεν στενοχωρήθηκε και πολύ για την αποχώρηση του μάνατζερ.
leaving n figurative (ideology: departure) (μεταφορικά)αποχώρηση ουσ θηλ
  (μεταφορικά)απομάκρυνση ουσ θηλ
 The younger generation's leaving is damaging the power of the political party.
 Η απομάκρυνση της νεότερης γενιάς βλάπτει τη δύναμη του πολιτικού κόμματος.
leavings npl (remains, leftovers)υπολείμματα ουσ ουδ πλ
  περισσεύματα ουσ ουδ πλ
  ό,τι απέμεινε περίφρ
  ό,τι έμεινε περίφρ
 Betty scraped the leavings off her plate and into the bin.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
leave vi (depart)φεύγω ρ αμ
  (επίσημο)αποχωρώ ρ αμ
  (ταξίδι)αναχωρώ ρ αμ
 Is John here? No, he's already left.
 Είναι ο Τζον εδώ; Όχι, έχει ήδη φύγει.
leave [sth] vtr (go away: from a place)φεύγω από κτ ρ αμ + πρόθ
  (επίσημο)αποχωρώ από κτ ρ αμ + πρόθ
 I'm going to leave this town at three o'clock today.
 Θα φύγω από αυτήν την πόλη σήμερα στις τρεις.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μετά την προσβολή που υπέστη, ο ομιλητής αποχώρησε από την εκπομπή.
leave [sb/sth] vtr (abandon)αφήνω ρ μ
  (καθομ, αποδοκιμασίας)παρατάω ρ μ
 He left his wife at home, and went out with his friends on Friday night.
 Άφησε τη γυναίκα του σπίτι και βγήκε με τους φίλους του την Παρασκευή το βράδυ.
 Παράτησε τη γυναίκα του σπίτι και βγήκε με τους φίλους του την Παρασκευή το βράδυ.
leave [sth] vtr (let remain)αφήνω ρ μ
 I enjoyed my meal, but left some of the potatoes as I was feeling rather full.
 Μου άρεσε το φαγητό, αλλά άφησα μερικές πατάτες γιατί είχα φουσκώσει.
leave [sth] for [sb] vtr + prep (let remain: for [sb] else)αφήνω κτ για κπ περίφρ
 He left only one piece of pizza for the others.
 Άφησε μόνο ένα κομμάτι πίτσα για τους άλλους.
leave [sb] [sth] vtr (let [sb] keep, take)αφήνω κτ σε κπ περίφρ
 Leave me your number in case I need to get in touch.
 Άφησέ μου το τηλέφωνό σου, σε περίπτωση που χρειαστεί να επικοινωνήσουμε.
leave [sth] with [sb] vtr + prep (entrust)αφήνω κτ σε κπ περίφρ
 Can I leave my keys with you in case something happens?
 Μπορώ να σου αφήσω τα κλειδιά μου, σε περίπτωση που συμβεί κάτι;
leave [sth] vtr (forget to bring)αφήνω ρ μ
  ξεχνάω ρ μ
 Oh, no. I left the present at home.
 Αχ όχι, άφησα το δώρο στο σπίτι.
 Αχ όχι, ξέχασα το δώρο στο σπίτι.
leave [sth] vtr (not bring)αφήνω ρ μ
 I've left the keys on the kitchen table in case you want to go out.
 Άφησα τα κλειδιά στο τραπέζι της κουζίνας, σε περίπτωση που θελήσεις να βγεις.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
leave n (permission to act)άδεια ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)ελεύθερο επίθ ως ουσ ουδ
 The commander gave the soldier leave to manage the situation as he wanted.
 Ο διοικητής έδωσε στο στρατιώτη άδεια να διαχειριστεί την κατάσταση όπως ήθελε.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μου έδωσε το ελεύθερο να εργαστώ με τον τρόπο που θεωρώ πιο αποτελεσματικό.
leave to do [sth] n (permission for absence)άδεια για να κάνω κτ περίφρ
 My boss gave me leave to study for three months.
 Το αφεντικό μου μου έδωσε άδεια για τρεις μήνες, για να μελετήσω.
leave n (permitted absence)άδεια ουσ θηλ
 I will be on leave until August the fifteenth.
 Θα είμαι σε άδεια μέχρι τον δεκαπενταύγουστο.
leave n (period of absence)άδεια ουσ θηλ
 He has two weeks' leave in the summer.
 Έχει δυο εβδομάδες άδεια το καλοκαίρι.
leave vi (grow leaves)βγάζω φύλλα ρ μ + ουσ ουδ πλ
  πρασινίζω ρ αμ
 Many trees leave in the spring, as the weather gets warmer.
leave [sth] vtr (remainder)κάνω ρ μ
  (κατά λέξη)αφήνω υπόλοιπο περίφρ
 Five minus three leaves two.
 Πέντε μείον τρία μας κάνει δύο.
leave [sb] [sth] vtr (have remaining) (εγώ ο ίδιος)μένω με κτ ρ αμ + πρόθ
  απομένει κτ σε κπ περίφρ
 The coat cost thirty-five dollars and the shoes cost twenty, so that leaves us only five dollars.
 Το παλτό έκανε τριάντα πέντε δολάρια και τα παπούτσια είκοσι κι έτσι μείναμε μόνο με πέντε δολάρια.
 Το παλτό έκανε τριάντα πέντε δολάρια και τα παπούτσια είκοσι κι έτσι μας απέμειναν μόνο πέντε δολάρια.
leave [sth] vtr (deposit, give)αφήνω, δίνω ρ μ
 He left his phone number on the answering machine.
 Άφησε το τηλέφωνό του στον τηλεφωνητή.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έδωσε (or: Άφησε) τα στοιχεία του, για να τον πάρουν μόλις έχουν πληροφορίες.
leave [sth] to [sb] vtr + prep (bequeath)αφήνω κτ σε κπ περίφρ
 In his will, her father left her the antique clock.
 Στη διαθήκη του ο πατέρας της της άφησε το ρολόι αντίκα.
leave [sb] with [sth] vtr + prep (have remaining)αφήνω κπ με κτ περίφρ
 If you take that twenty-pound note, you'll leave me with less than five pounds.
 Αν πάρεις αυτό το εικοσάρικο, θα με αφήσεις με λιγότερο από πέντε λίρες.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
leave | leaving
ΑγγλικάΕλληνικά
leave [sth/sb] behind vtr phrasal sep (fail to bring)ξεχνάω, ξεχνώ ρ μ
 It wasn't until I got to the airport that I found I had left my passport behind.
 Δεν είχα καταλάβει ότι είχα ξεχάσει το διαβατήριό μου μέχρι που έφτασα στο αεροδρόμιο.
leave [sb/sth] behind vtr phrasal sep (get ahead of)αφήνω κπ/κτ πίσω μου περίφρ
 The sprinter from Nigeria left all the other runners behind.
 Ο σπρίντερ από τη Νιγηρία άφησε πίσω του όλους τους άλλους δρομείς.
leave [sb] behind vtr phrasal sep figurative (perform better)είμαι καλύτερος από κπ έκφρ
  υπερτερώ σε σχέση με κπ έκφρ
  (μεταφορικά)έχω προβάδισμα σε σχέση με κπ έκφρ
 From a very early age, Joseph has always left his peers behind.
 Από πολύ μικρή ηλικία ο Τζόζεφ ήταν πάντα καλύτερος απ' τους συνομήλικούς του.
leave [sth/sb] behind vtr phrasal sep (shed, escape [sth/sb] unwanted)αφήνω κτ πίσω μου έκφρ
 Brian has a good job now and has left his days of poverty behind him.
leave off vi phrasal informal (stop doing [sth])σταματάω, σταματώ ρ αμ
  διακόπτω ρ αμ
 Maisie's brother was taunting her about her new glasses, so she told him to leave off.
leave [sb] out vtr phrasal sep (person: exclude)αποκλείω ρ μ
  (καθομιλουμένη)αφήνω απέξω, αφήνω στην απέξω έκφρ
Σχόλιο: Στο λόγο αποδίδεται και με άλλους τρόπους, πχ «Όλα τα παιδιά είχαν προσκληθεί στο πάρτυ, εκτός από μένα».
 All the other children were invited to the party, but I was left out.
 Στο πάρτι προσκαλέστηκαν όλα τα παιδιά, αλλά εμένα με άφησαν στην απέξω.
leave [sth] out vtr phrasal sep (omit)παραλείπω ρ μ
  ξεχνώ ρ μ
 The bread did not rise because I left out the yeast by mistake.
 Το ψωμί δεν φούσκωσε γιατί παρέλειψα τη μαγιά κατά λάθος.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
leaving | leave
ΑγγλικάΕλληνικά
leaving party n UK (social event to mark [sb]'s departure)αποχαιρετιστήριο πάρτι, αποχαιρετιστήριο πάρτυ επίθ + ουσ ουδ άκλ
 They organised a leaving party for Helen, as she was leaving the company.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'leaving' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: her [coworker's, friend's, cousin's] leaving party, organize a leaving party for a [coworker], the school-leaving age is [sixteen], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση leaving στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «leaving».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!