parting

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈpɑːrtɪŋ/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈpɑrtɪŋ/ ,USA pronunciation: respelling(pärting)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: parting, part

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
parting n (separation)χωρισμός, αποχωρισμός ουσ αρσ
 The couple's parting was sad news for their families.
parting n UK (part: combed divide in hair)χωρίστρα ουσ θηλ
 The hairdresser asked Megan if she wore her parting on the left or the right.
parting adj (leaving a company) (επίσημο)αποχαιρετιστήριος επίθ
 Elizabeth gave her boss a parting gift when she left her job.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
part n (piece)κομμάτι ουσ ουδ
 The child assembled the parts of the model train.
 The aircraft exploded in the air and parts of it were scattered over a wide area.
 Το παιδί συναρμολόγησε τα κομμάτια της μινιατούρας του τρένου.
part n (section)μέρος, τμήμα ουσ ουδ
 The novel is divided into three parts.
 Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε τρία μέρη (or: τμήματα).
part n (portion)μέρος ουσ ουδ
 Mix one part cement to two parts water.
part n (segment)κομμάτι ουσ ουδ
 How many parts should I slice this cake into?
 Σε πόσα κομμάτια να κόψω το κεϊκ;
part n (machine component)εξάρτημα ουσ ουδ
 The mechanic says my car won't be ready until next week because she has to order a part.
part n (theatre: role)ρόλος ουσ αρσ
 I'm playing the part of Ophelia.
 Παίζω τον ρόλο της Οφηλίας.
part n (cinema: role)ρόλος ουσ αρσ
 She got a small part in his new film.
 Πήρε έναν μικρό ρόλο στην καινούρια του ταινία.
parts of [sth] npl (areas of a country, region) (με γενική)τμήματα, μέρη, κομμάτια, σημεία ουσ ουδ πλ
  (με γενική)περιοχές ουσ θηλ
 It's safer not to venture into certain parts of London.
 Είναι πιο ασφαλές να μην πηγαίνεις σε ορισμένες περιοχές του Λονδίνου.
part adv (partly)εν μέρει, κατά ένα μέρος φρ ως επίρ
  μερικώς επίρ
 Sometimes I think my dog is part human.
 Μερικές φορές νομίζω ότι ο σκύλος μου είναι εν μέρει άνθρωπος.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
part n US (parting: combed divide in hair)χωρίστρα ουσ θηλ
 Which side do you wear your part on?
part n (music: written piece)κομμάτι ουσ ουδ
 Do you have a copy of the soprano part?
part n (music: voice, instrument)κομμάτι ουσ ουδ
 The violin part was more challenging than the others.
part n (attribute)ικανότητα ουσ θηλ
 He is a man of many parts.
part n (share)μερίδιο ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη, παλαιό)μερτικό ουσ ουδ
 When do I get my part of the money?
part n (participation)ρόλος ουσ αρσ
 That extremist group surely has a part in this plot.
 Αυτή η εξτρεμιστική ομάδα έπαιξε σίγουρα κάποιο ρόλο σε αυτή την σκευωρία.
part n (duty, contribution)αυτό που αντιστοιχεί, ό,τι αντιστοιχεί περιφρ
  μερίδιο ευθύνης φρ ως ουσ ουδ
  υποχρέωση ουσ θηλ
  καθήκον ουσ ουδ
 You must do your part in the cleaning too.
 Πρέπει να κάνεις και εσύ ό,τι σου αντιστοιχεί στο καθάρισμα.
part vi (become divided)χωρίζομαι, χωρίζω ρ αμ
 Go left when the path parts.
part vi (people: separate)χωρίζομαι, χωρίζω ρ αμ
 And here is where we must part.
 Και εδώ πρέπει να χωρίσουμε.
part vi (person: leave)φεύγω ρ μ
  αποχωρώ ρ μ
 She parted without saying a word.
part [sth] vtr (divide)χωρίζω ρ μ
 A police officer parted the crowd.
part [sth] vtr archaic (apportion)μοιράζω ρ μ
 He parted the winnings among his friends.
part [sth] vtr (force apart)χωρίζω ρ μ
 The director parted the curtains and stepped onto the stage.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
part | parting
ΑγγλικάΕλληνικά
part with [sth] vtr phrasal insep (give up, give away)αποχωρίζομαι ρ μ
 I just couldn't part with my childhood teddy bear.
 Δε μπορούσα να αποχωριστώ το αρκουδάκι των παιδικών μου χρόνων.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
parting | part
ΑγγλικάΕλληνικά
parting shot n (final retort)λέω κτ φεύγοντας περίφρ
  (μεταφορικά)τελειωτικό χτύπημα επίθ + ουσ ουδ
  (μεταφορικά: πιο γενικά)χαριστική βολή φρ ως ουσ θηλ
  (μτφ: το καλύτερο στο τέλος)κερασάκι στην τούρτα έκφρ
 The actress was furious and called the chat show host an idiot as a parting shot.
 Η ηθοποιός ήταν έξαλλη και φεύγοντας αποκάλεσε τον παρουσιαστή της εκπομπής ηλίθιο.
 Η ηθοποιός ήταν έξαλλη και ως τελειωτικό χτύπημα αποκάλεσε τον παρουσιαστή της εκπομπής ηλίθιο.
 Η ηθοποιός ήταν έξαλλη και ως χαριστική βολή αποκάλεσε τον παρουσιαστή της εκπομπής ηλίθιο.
parting words npl ([sth] said on leaving [sb]'s company)αποχαιρετισμός ουσ αρσ
  αποχαιρετιστήριες λέξεις ουσ θηλ πλ
 Lorraine stormed out of the party without any parting words.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'parting' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση parting στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «parting».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!