excuse

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations noun: /ɪkˈskjuːs/, verb: /ɪkˈskjuːz/

US:USA pronunciation: IPAUSA pronunciation: IPA/v. ɪkˈskjuz; n. -ˈskjus/

US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(v. ik skyo̅o̅z; n. ik skyo̅o̅s)


Inflections of 'excuse' (v): (⇒ conjugate)
excuses
v 3rd person singular
excusing
v pres p
excused
v past
excused
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
excuse n (explanation) (εξήγηση)δικαιολογία ουσ θηλ
 The teacher was tired of his excuses for work not done.
 Ο δάσκαλος βαρέθηκε τις δικαιολογίες του για τις εργασίες που δεν έκανε.
excuse n (pretext)πρόφαση ουσ θηλ
  πρόσχημα ουσ ουδ
  αφορμή ουσ θηλ
 He used the mistletoe as an excuse to kiss her.
 Χρησιμοποίησε το γκι ως πρόφαση για να την φιλήσει.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η χούντα κατέλυσε τη δημοκρατία, με πρόσχημα την προστασία της χώρας από την απειλή του κομμουνισμού.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
excuse n informal, figurative (inadequate specimen) (μεταφορικά)υποψία ουσ θηλ
Σχόλιο: Συντάσσεται με γενική:υποψία ανθρώπου, υποψία άντρα κτλ.
 You're an excuse for a man! I never want to see you again!
 Τι υποψία άντρα! Δε θέλω να σε ξαναδώ ποτέ.
excuse [sb] vtr (pardon, forgive [sb])συγχωρώ ρ μ
  συγγνώμη ουσ θηλ
 Please excuse me. I didn't mean to step on your foot.
 Σε παρακαλώ συγχώρεσέ με. Δεν είχα πρόθεση να πατήσω το πόδι σου.
 Συγγνώμη. Δεν είχα πρόθεση να πατήσω το πόδι σου.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Με συγχωρείς. Δεν ήξερα ότι θα έρθεις και δεν έχω τίποτα να σε κεράσω.
excuse [sth] vtr (justify [sth])δικαιολογώ ρ μ
 You cannot excuse bad behaviour.
 Δεν μπορείς να δικαιολογείς την κακή συμπεριφορά.
excuse [sb] vtr (exempt [sb])απαλάσσω ρ μ
  δίνω απαλλαγή σε κπ έκφρ
 The gym teacher excused him as he had sprained his ankle.
 Η καθηγητής της γυμναστικής τον απάλλαξε καθώς είχε στραμπουλήξει τον αστράγαλό του.
excuse [sb] from [sth] vtr often passive (exempt [sb] from [sth](κάποιον από κάτι)απαλάσσω ρ μ
 As I am a fireman I wish you to excuse me from national service.
 Καθώς είμαι πυροσβέστης, επιθυμώ να με απαλλάξετε από τη στρατιωτική θητεία.
excuse [sth] vtr (dispense with [sth])παραλείπω ρ μ
  αφήνω κτ κατά μέρος έκφρ
 We will excuse the formalities and get right down to business.
 Θα παραλείψουμε τις τυπικότητες και θα περάσουμε κατευθείαν στο δια ταύτα.
 Θα αφήσουμε κατά μέρος τις τυπικότητες και θα περάσουμε κατευθείαν στο δια ταύτα.
excuse yourself vtr + refl (politely say you are leaving) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)-
 Mary excused herself and left the meeting to pick up her son from school.
 Η Μαίρη ζήτησε συγγνώμη και έφυγε από τη συνάντηση για να πάρει τον γιο της από το σχολείο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
Excuse me interj (polite interruption)συγγνώμη επιφ
  με συγχωρείτε έκφρ
 Excuse me, where's the post office, please?
 Συγγνώμη, που είναι το ταχυδρομείο, παρακαλώ;
Excuse me? interj (request to repeat)Συγγνώμη; επιφ
  Με συγχωρείτε; έκφρ
  Πώς είπατε; έκφρ
 Excuse me? I didn't quite catch what you said.
 Με συγχωρείτε; Δεν κατάλαβα καλά τι είπατε.
Excuse me! interj ironic (indignance) (ειρωνικό)Συγγνώμη! επιφ
  Καλά ντε! έκφρ
 Well, excuse me! I won't bother asking you again!
 Καλά ντε! Δεν θα μπω στον κόπο να σε ξαναρωτήσω!
excuse-me n (dance: changing partners) (είδος χορού)excuse-me ουσ ουδ άκλ
 During the ladies' excuse-me, a beautiful brunette invited Philip to dance with her.
feeble excuse n (not convincing)ανεπαρκής δικαιολογία επίθ + ουσ θηλ
  (μτφ, αποδοκιμασίας)φτηνή δικαιολογία επίθ + ουσ θηλ
 Ben offered a feeble excuse when his mom asked him why he was home so late.
lame excuse n (unconvincing attempt to justify)χαζή δικαιολογία επίθ + ουσ θηλ
  (πιο επίσημο)αβάσιμο επιχείρημα, σαθρό επιχείρημα επίθ + ουσ ουδ
 Saying that your alarm clock didn't ring is a lame excuse for being this late.
 Dropping your cigarette is a lame excuse for crashing your car.
poor excuse,
feeble excuse
n
(unconvincing attempt to justify)φτηνή δικαιολογία επίθ + ουσ θηλ
 He gave a poor excuse for his absence.
 Having a cold is a very poor excuse for missing five days of work.
poor excuse for [sth] n (bad example of)κακός επίθ
  (εμφατικός τύπος)χειρίστου είδους κτ έκφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'excuse' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: (please) excuse me, a [reasonable, valid, believable] excuse, excuse me, but, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση excuse στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «excuse».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!