WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| departure n | (leaving) | αποχώρηση ουσ θηλ |
| | (συχνά με μέσο μεταφοράς) | αναχώρηση ουσ θηλ |
| | The house didn't feel the same after Lucy's departure. |
| | Το σπίτι δεν ήταν το ίδιο μετά την αποχώρηση της Λούσυ. |
| departure n | (from norm) (από συνήθειες κλπ) | παρέκκλιση ουσ θηλ |
| | (καθομιλουμένη) | κάτι διαφορετικό, κάτι καινούργιο, κάτι ασυνήθιστο περίφρ |
| | Trying extreme sports was a real departure for Adam; he was normally more interested in intellectual pursuits. |
| | Το ότι δοκίμασε extreme αθλήματα ήταν πραγματικά κάτι διαφορετικό για τον Άνταμ· συνήθως τον ενδιέφεραν περισσότερο οι πνευματικές αναζητήσεις. |
| departures npl | (transport) | αναχωρήσεις ουσ θηλ πλ |
| | When she arrived at the airport, Karen looked at the list of departures. |
| | Όταν έφτασε στο αεροδρόμιο η Κάρεν κοίταξε τη λίστα των αναχωρήσεων. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: