hug

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈhʌg/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/hʌg/ ,USA pronunciation: respelling(hug)

Inflections of 'hug' (v): (⇒ conjugate)
hugs
v 3rd person singular
hugging
v pres p
hugged
v past
hugged
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
hug [sb] vtr (embrace)αγκαλιάζω ρ μ
 She hugged her brother when he returned.
 Όταν γύρισε ο αδερφός της, τον αγκάλιασε.
hug vi (embrace)αγκαλιάζομαι ρ αμ
 They always hug when they meet.
hug n (embrace)αγκαλιά ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)αγκάλιασμα ουσ ουδ
 Ursula's strong hug reassured her husband.
 Η σφιχτή αγκαλιά της Ούρσουλα καθησύχασε τον σύζυγό της.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το αγκάλιασμά τους ήταν τόσο σφιχτό, που έμοιαζαν κολλημένοι.
hugs npl (affectionate message, sign-off)φιλάκια ουσ ουδ πλ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 I'm so sorry to hear your news - hugs!
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
hug [sth] vtr (wrap tightly around)είμαι κολλητός σε κτ, είμαι εφαρμοστός σε κτ έκφρ
  (μεταφορικά)αγκαλιάζω ρ μ
 Her jeans hugged her hips.
hug [sth] vtr figurative (cling to)κρατιέμαι γερά από κτ έκφρ
  (μεταφορικά)κολλάω σε κτ ρ αμ + πρόθ
 The climber hugged the rock wall when his rope broke.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
bear hug n figurative (affectionate embrace)ζεστή αγκαλιά επίθ + ουσ θηλ
  σφιχτή αγκαλιά επίθ + ουσ θηλ
hug tightly v expr (squeeze, embrace forcefully)αγκαλιάζω σφικτά ρ μ
 He hugged me so tightly, I couldn't breathe.
 Με αγκάλιασε τόσο σφικτά που δε μπορούσα να αναπνεύσω.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'hug' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: hug your [friends, parents, loved ones], a [big, bear, group, quick, tight] hug, hugged him [tightly, close], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση hug στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «hug».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!