embrace

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ɪmˈbreɪs/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ɛmˈbreɪs/ ,USA pronunciation: respelling(em brās)

Inflections of 'embrace' (v): (⇒ conjugate)
embraces
v 3rd person singular
embracing
v pres p
embraced
v past
embraced
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
embrace n (hug)αγκαλιά ουσ θηλ
  (επίσημο)εναγκαλισμός ουσ αρσ
  (ξεπερασμένο, ποιητικό)αγκάλιασμα ουσ ουδ
 Carl's loving embrace reassured his wife.
 Η τρυφερή αγκαλιά του Καρλ καθησύχασε τη γυναίκα του.
embrace [sb] vtr (hug)αγκαλιάζω ρ μ
  παίρνω αγκαλιά περίφρ
 He reluctantly embraced his former enemy.
 Αγκάλιασε διστακτικά τον πρώην εχθρό του.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πήρε στην αγκαλιά της το παιδί και το παρηγόρησε.
embrace [sth] vtr figurative (accept)αποδέχομαι ρ μ
  (μεταφορικά)αγκαλιάζω ρ μ
  (επίσημο)ενστερνίζομαι, ασπάζομαι ρ μ
  (λόγιος)εγκολπώνομαι, εγκολπούμαι ρ μ
 His colleagues embraced his proposals.
 Οι συνάδελφοί του αποδέχτηκαν τις προτάσεις του.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δεν ασπάζομαι (or: ενστερνίζομαι) τις απόψεις σου, αλλά εξακολουθώ να τις σέβομαι.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δεν εγκολπώνομαι τις απόψεις σου, αλλά εξακολουθώ να τις σέβομαι.
embrace [sth] vtr figurative (welcome)επωφελούμαι από κτ ρ αμ + πρόθ
  (μεταφορικά, καθομιλούμένη)αρπάζω ρ μ
  εκμεταλλεύομαι ρ μ
  (λόγιο: με γενική)δράττομαι, επωφελούμαι ρ μ
 I would urge you to embrace this opportunity before it is too late.
 Θα σου συνιστούσα να επωφεληθείς από την ευκαιρία, πριν να είναι πολύ αργά.
 Θα σου συνιστούσα να αρπάξεις την ευκαιρία, πριν να είναι πολύ αργά.
 Θα σου συνιστούσα να εκμεταλλευτείς την ευκαιρία, πριν να είναι πολύ αργά.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είναι άνθρωπος που δράττεται (or: επωφελείται) κάθε καλής ευκαιρίας που του δίνεται.
embrace vi (hug)αγκαλιάζομαι ρ αμ
 The lovers embraced.
 Οι εραστές αγκαλιάστηκαν.
embrace [sth] vtr figurative (adopt) (μεταφορικά, επίσημο)ασπάζομαι, υιοθετώ ρ μ
 The emperor eventually embraced the new religion.
 Ο αυτοκράτορας, τελικά, ασπάστηκε (or: υιοθέτησε) τη νέα θρησκεία.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
embrace n figurative (acceptance)αποδοχή ουσ θηλ
 I want to feel the embrace of your family, but I don't think they'll ever accept me.
 Θέλω να νιώσω την αποδοχή της οικογένειάς σου, αλλά δε νομίζω ότι θα με δεχτούν ποτέ.
embrace [sth] vtr figurative (comprise)περιλαμβάνω ρ μ
 Mathematics embraces arithmetic, algebra and geometry.
 Τα μαθηματικά περιλαμβάνουν την αριθμητική, την άλγεβρα και τη γεωμετρία.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
Embrace the suck interj slang (military: accept harsh reality)αποδέχομαι τη σκληρή πραγματικότητα έκφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'embrace' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: they embraced, in a [strong, long, warm, passionate] embrace, embraced each other, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση embrace στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «embrace».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!