| Κύριες μεταφράσεις |
| embrace n | (hug) | αγκαλιά ουσ θηλ |
| | (επίσημο) | εναγκαλισμός ουσ αρσ |
| | (ξεπερασμένο, ποιητικό) | αγκάλιασμα ουσ ουδ |
| | Carl's loving embrace reassured his wife. |
| | Η τρυφερή αγκαλιά του Καρλ καθησύχασε τη γυναίκα του. |
| embrace [sb]⇒ vtr | (hug) | αγκαλιάζω ρ μ |
| | | παίρνω αγκαλιά περίφρ |
| | He reluctantly embraced his former enemy. |
| | Αγκάλιασε διστακτικά τον πρώην εχθρό του. |
| | ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πήρε στην αγκαλιά της το παιδί και το παρηγόρησε. |
| embrace [sth]⇒ vtr | figurative (accept) | αποδέχομαι ρ μ |
| | (μεταφορικά) | αγκαλιάζω ρ μ |
| | (επίσημο) | ενστερνίζομαι, ασπάζομαι ρ μ |
| | (λόγιος) | εγκολπώνομαι, εγκολπούμαι ρ μ |
| | His colleagues embraced his proposals. |
| | Οι συνάδελφοί του αποδέχτηκαν τις προτάσεις του. |
| | ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δεν ασπάζομαι (or: ενστερνίζομαι) τις απόψεις σου, αλλά εξακολουθώ να τις σέβομαι. |
| | ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δεν εγκολπώνομαι τις απόψεις σου, αλλά εξακολουθώ να τις σέβομαι. |
| embrace [sth] vtr | figurative (welcome) | επωφελούμαι από κτ ρ αμ + πρόθ |
| | (μεταφορικά, καθομιλούμένη) | αρπάζω ρ μ |
| | | εκμεταλλεύομαι ρ μ |
| | (λόγιο: με γενική) | δράττομαι, επωφελούμαι ρ μ |
| | I would urge you to embrace this opportunity before it is too late. |
| | Θα σου συνιστούσα να επωφεληθείς από την ευκαιρία, πριν να είναι πολύ αργά. |
| | Θα σου συνιστούσα να αρπάξεις την ευκαιρία, πριν να είναι πολύ αργά. |
| | Θα σου συνιστούσα να εκμεταλλευτείς την ευκαιρία, πριν να είναι πολύ αργά. |
| | ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είναι άνθρωπος που δράττεται (or: επωφελείται) κάθε καλής ευκαιρίας που του δίνεται. |
| embrace⇒ vi | (hug) | αγκαλιάζομαι ρ αμ |
| | The lovers embraced. |
| | Οι εραστές αγκαλιάστηκαν. |
| embrace [sth]⇒ vtr | figurative (adopt) (μεταφορικά, επίσημο) | ασπάζομαι, υιοθετώ ρ μ |
| | The emperor eventually embraced the new religion. |
| | Ο αυτοκράτορας, τελικά, ασπάστηκε (or: υιοθέτησε) τη νέα θρησκεία. |