WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
herd n | (group of wild animals) | κοπάδι ουσ ουδ |
| The herd of bison stampeded across the plains. |
| Ένα κοπάδι βίσωνες διέσχιζε την πεδιάδα. |
herd n | (group of farm animals) | κοπάδι ουσ ουδ |
| The farmer tended his herd of sheep. |
| Ο αγρότης φρόντισε το κοπάδι με τα πρόβατά του. |
herd n | figurative (group: of people) (συνήθως πληθ, συχνά αποδοκιμασίας) | ορδή ουσ θηλ |
| (ανεπίσημο) | μπουλούκι ουσ ουδ |
| (ανεπίσημο, μεταφορικά) | κοπάδι ουσ ουδ |
| The huge herd of people slowly went through the museum. |
| Το τεράστιο μπουλούκι ανθρώπων διέσχισε αργά το μουσείο. |
the herd n | figurative (mainstream society) | μάζα ουσ θηλ |
| (μεταφορικά, αποδοκιμασίας) | κοπάδι ουσ ουδ |
| It is easier to follow the herd than to defy convention. |
herd [sth/sb]⇒ vtr | (guide: animals, people) | μαζεύω, συγκεντρώνω ρ μ |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. |
| Kim herded her children into the house. |
| Η Κιμ μάζεψε τα παιδιά της μέσα στο σπίτι. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
herd⇒ vi | (form into a herd) | μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι ρ αμ |
| | σχηματίζω μπουλούκι περίφρ |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. |
| The fans herded together according to their teams. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: