has

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations full: /ˈhæz/, weak: /həz/, elided: /əz/

US:USA pronunciation: IPAUSA pronunciation: IPA/hæz; unstressed həz, əz/

US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(haz; unstressed həz, əz)


From the verb have: (⇒ conjugate)
has is: Click the infinitive to see all available inflections
v 3rd person singular
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: has, have

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
has v aux (used to form question) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)-
 Has she told you what time to expect her?
 Σου είπε τι ώρα να την περιμένουμε;
has v aux (used to form negative) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)-
 Your brother's nice enough, but he hasn't got your charm.
 Ο αδερφός σου είναι αρκετά συμπαθητικός, αλλά δεν έχει τη δική σου γοητεία.
has v pres (have: 3rd person singular) (τρίτο ενικό του έχω)έχει ρ μ
  (επίσημο)διαθέτει ρ μ
 She has a new car.
 Έχει ένα καινούριο αυτοκίνητο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
have [sth] vtr (own) (ιδιοκτησία)έχω ρ μ
  (επίσημο)διαθέτω, κατέχω ρ μ
 He has a big house and two cars.
 Tania has a lot of books.
 Έχει ένα μεγάλο σπίτι και δύο αυτοκίνητα. // Η Τάνια έχει πολλά βιβλία.
have [sth] vtr (feature: possess) (χαρακτηριστικό)έχω ρ μ
  (επίσημο)διαθέτω ρ μ
 She has a very strong personality.
 The program has a delete button.
 Έχει πολύ ισχυρή προσωπικότητα. // Το πρόγραμμα έχει κουμπί διαγραφής.
 Το πρόγραμμα διαθέτει κουμπί διαγραφής.
have to do [sth] v expr (must) (να κάνω κάτι)έχω ρ μ
  πρέπει ρ απρ
 I have to finish my homework.
 Έχω να τελειώσω μια εργασία.
 Πρέπει να τελειώσω μια εργασία.
have [sth] vtr (suffer from) (υποφέρω από)έχω ρ μ
  (επίσημο)πάσχω ρ αμ
 She has the flu right now.
 Έχει γρίπη τώρα.
have [sth] vtr (experience)περνάω, περνώ ρ μ
  κάνω ρ μ
  είμαι ρ αμ
  ζω ρ μ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 My sons are having an adventure in South America.
have [sb] vtr (children, siblings: be related to)έχω ρ μ
  (παιδί, τέκνο)αποκτώ ρ μ
 They have two daughters and a son.
 Έχουν δύο κόρες και έναν γιο.
 ΄Εχουν αποκτήσει δύο κόρες και έναν γιο.
have [sth] vtr (mentally: have in mind)έχω ρ μ
 She has a lot of plans.
 Έχει πολλά σχέδια.
have [sth] vtr (obtain)έχω ρ μ
 Could I have another cup of tea, please?
 Μπορώ να έχω άλλο ένα φλιτζάνι τσάι, παρακαλώ;
have [sth] vtr (eat, drink) (φαγητό)τρώω ρ μ
  (ποτό)πίνω ρ μ
  (σπανιότερα: φαγητό και ποτό)παίρνω ρ μ
 I had a drink and a biscuit.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έφαγα μια πίτσα.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Θα πιω μια πορτοκαλάδα.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πήραμε γερό πρωινό σήμερα για να μας κρατήσει όλη μέρα.
have v aux (used in perfect tenses)έχω ρ συνδ
Σχόλιο: Συχνά δεν υπάρχει αντιστοιχία, καθώς το νόημα αποδίδεται σε άλλους χρόνους, όπως ενεστώτα ή αόριστο, που δε σχηματίζονται με το βοηθητικό ρήμα «έχω».
 We have won the race.
 I've been waiting here for hours.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
have vi (be wealthy) (μτφ: πλούσιος)έχων μτχ ενεστ
 Those who have don't always understand those who have not.
 Οι έχοντες δεν καταλαβαίνουν πάντα τους μη έχοντες.
have [sth] vtr (receive)παίρνω ρ μ
  (επίσημο)λαμβάνω ρ μ
 Have you had your exam results yet?
have [sb] vtr slang (have sex with) (καθομ: με κάποιον)πηγαίνω, πάω ρ μ
  (καθομ, υβριστικό, μτφ)παίρνω ρ μ
 He's never had a girl before.
 Δεν έχει πάει ποτέ με γυναίκα.
 Δεν έχει πάρει καμία γυναίκα.
have [sth] done vtr (arrange, cause) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)-
 I need to have my car fixed.
 Πρέπει να πάω να μου φτιάξουν το αμάξι μου.
 Πρέπει να πάω το αμάξι μου για φτιάξιμο.
have [sth] vtr (permit, allow)επιτρέπω ρ μ
  ανέχομαι ρ μ
 He won't have such behaviour in his presence.
have it,
have it that
vtr
(declare, assert)σύμφωνα με περίφρ
  (καθομ: ο θρύλος, ο μύθος)λέω ρ μ
 Legend has it that the lakes are the footprints of a giant.
have [sb] over vtr (invite, entertain)καλώ, προσκαλώ ρ μ
  περιμένω ρ μ
  (επίσημο)δέχομαι ρ μ
  (με διανυκτέρευση)φιλοξενώ ρ μ
 We're having his parents over for the holidays.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
has | have
ΑγγλικάΕλληνικά
closing the stable door after the horse has bolted,
shutting the barn door after the horse has bolted
n
figurative, informal (acting too late)ενεργώ όταν είναι πλέον πολύ αργά έκφρ
 Tony's debts are huge now; buying a few items second-hand seems like closing the stable door after the horse has bolted.
every cloud has a silver lining expr (there is always [sth] positive)ουδέν κακόν αμιγές καλού έκφρ
Every dog has his day,
Every dog has its day
expr
figurative (everyone will succeed)θα 'ρθει και σένα η σειρά σου έκφρ
  θα γυρίσει ο τροχός έκφρ
  έχει ο καιρός γυρίσματα έκφρ
has-been n informal (performer: no longer popular)πρώην δημοφιλής περίφρ
  που ήταν κάποτε δημοφιλής περίφρ
  (μτφ: αρνητική σημασία)ξοφλημένος μτχ πρκ
 That singer is a has-been; he hasn't put out a good album in years.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'has' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση has στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «has».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!