WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| evil n | (moral badness) | κακό ουσ ουδ |
| | Many religious people believe in the concepts of good and evil. |
| | Πολλοί θρησκευόμενοι άνθρωποι πιστεύουν στις έννοιες του καλού και του κακού. |
| evil adj | (morally bad) | κακός, σατανικός επίθ |
| | Most people agree that Hitler was evil. |
| | Οι περισσότεροι συμφωνούν ότι ο Χίτλερ ήταν κακός (or: σατανικός). |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| evil adj | (foul) | κακός επίθ |
| | He showed his evil temper when he was told the bad news. |
| | Έδειξε την κακή του διάθεση όταν του είπαν τα κακά νέα. |
| evil adj | (unlucky) (άτυχος) | κακός επίθ |
| | These are evil days for my favourite team, which keeps losing. |
| | Αυτές είναι κακές μέρες για την αγαπημένη μου ομάδα, που συνεχώς χάνει. |
| evil adj | (effect: noxious) | κακός, αρνητικός επίθ |
| | My parents always warned me of the evil effects of smoking. |
| | Οι γονείς μου πάντα με προειδοποιούσαν για τις κακές (or: αρνητικές) επιδράσεις του καπνίσματος. |
| evil adj | (day: fateful, fatal) (για μέρα) | αποφράδα επίθ |
| Σχόλιο: Χρησιμοποείται μόνο ως μέρος της φράσης: αποφράδα ημέρα. |
| | We will never forget the people who died on that evil day. |
| | Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τους ανθρώπους που πέθαναν εκείνη την αποφράδα μέρα. |
| evil adj | (person: malevolent) | κακός επίθ |
| | (επίσημο) | κακόβουλος επίθ |
| | The story is about an evil witch who likes to make children suffer. |
| evil n | (a bad thing) | κακό ουσ ουδ |
| | (επίσημο) | δεινά ουσ ουδ πλ |
| | He chose the lesser of the two evils. |
| | Επέλεξε το μικρότερο από τα δύο κακά. |
| | ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Οι πολίτες υπέφεραν πολλά δεινά, κατά τη διάρκεια της κρίσης. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: