curse

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈkɜːrs/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/kɝs/ ,USA pronunciation: respelling(kûrs)

Inflections of 'curse' (v): (⇒ conjugate)
curses
v 3rd person singular
cursing
v pres p
cursed
v past
cursed
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
curse n (evil spell)κατάρα ουσ θηλ
 In the end, it turns out that the ogre was under a curse.
 Τελικά αποδείχθηκε ότι είχαν ρίξει κατάρα στο τέρας.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Οι παλαιότεροι πίστευαν πως οι αρρώστιες έρχονταν από κατάρες που τους βάραιναν.
curse n figurative (bad luck) (μεταφορικά)κατάρα ουσ θηλ
 I always lose at games; it's a curse.
 Πάντα χάνω στα παιχνίδια, είναι κατάρα.
the curse n figurative, slang (menstruation) (αργκό)οι Ρώσοι φρ ως ουσ αρσ πλ
  (αργκό, παλαιό)τα ρούχα μου φρ ως ουσ ουδ πλ
 Mary calls her period "the curse."
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Όταν της έρχεται περίοδος, η ξαδερφή μου λέει πως «ήρθαν οι Ρώσοι».
curse [sb/sth] vtr (cast an evil spell on)καταριέμαι ρ μ
  ρίχνω κατάρα σε κπ/κτ περίφρ
 Witches in fairy tales are always cursing people.
 Οι μάγισσες στα παραμύθια πάντα καταριούνται διάφορους ανθρώπους.
curse,
cuss
vi
US, informal (swear: use obscene language)βρίζω ρ αμ
 Gay cursed loudly when she dropped a hammer on her toe.
 Η Γκέι έβρισε δυνατά όταν έριξε ένα σφυρί στο δάχτυλο του ποδιού της.
curse at [sb],
cuss at [sb]
vi + prep
US, informal (swear at: use obscene language)βρίζω ρ μ
  (αργκό, μτφ: σε κάποιον)τα χώνω έκφρ
 Perry cursed at the driver who swerved in front of him.
 Ο Πέρυ έβρισε τον οδηγό που έστριψε απότομα μπροστά του.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
curse n (oath, imprecation)μη διαθέσιμη μετάφραση
 Audrey uttered a few curses when her computer crashed for the third time.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
curse word,
cuss word (US),
swear word (UK)
n
(obscene language)βρισιά ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)κακιά λέξη επίθ + ουσ θηλ
 People will think you are ignorant and ill mannered if you use curse words extensively. Swear words are the first thing you want to learn in another language - and the last thing you should use.
curse your luck v expr informal, figurative (feel unlucky)καταριέμαι την τύχη μου έκφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'curse' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: [uses, says] a lot of curse words, [spewed, let] out a barrage of curse words, a [sorcerer's, witch's] curse, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση curse στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «curse».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!