Κύριες μεταφράσεις |
curse n | (evil spell) | κατάρα ουσ θηλ |
| In the end, it turns out that the ogre was under a curse. |
| Τελικά αποδείχθηκε ότι είχαν ρίξει κατάρα στο τέρας. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Οι παλαιότεροι πίστευαν πως οι αρρώστιες έρχονταν από κατάρες που τους βάραιναν. |
curse n | figurative (bad luck) (μεταφορικά) | κατάρα ουσ θηλ |
| I always lose at games; it's a curse. |
| Πάντα χάνω στα παιχνίδια, είναι κατάρα. |
the curse n | figurative, slang (menstruation) (αργκό) | οι Ρώσοι φρ ως ουσ αρσ πλ |
| (αργκό, παλαιό) | τα ρούχα μου φρ ως ουσ ουδ πλ |
| Mary calls her period "the curse." |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Όταν της έρχεται περίοδος, η ξαδερφή μου λέει πως «ήρθαν οι Ρώσοι». |
curse [sb/sth]⇒ vtr | (cast an evil spell on) | καταριέμαι ρ μ |
| | ρίχνω κατάρα σε κπ/κτ περίφρ |
| Witches in fairy tales are always cursing people. |
| Οι μάγισσες στα παραμύθια πάντα καταριούνται διάφορους ανθρώπους. |
curse, cuss vi | US, informal (swear: use obscene language) | βρίζω ρ αμ |
| Gay cursed loudly when she dropped a hammer on her toe. |
| Η Γκέι έβρισε δυνατά όταν έριξε ένα σφυρί στο δάχτυλο του ποδιού της. |
curse at [sb], cuss at [sb] vi + prep | US, informal (swear at: use obscene language) | βρίζω ρ μ |
| (αργκό, μτφ: σε κάποιον) | τα χώνω έκφρ |
| Perry cursed at the driver who swerved in front of him. |
| Ο Πέρυ έβρισε τον οδηγό που έστριψε απότομα μπροστά του. |