established

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ɪˈstæblɪʃt/

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: established, establish

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
established adj (order: existing)καθιερωμένος μτχ πρκ
  υφιστάμενος μτχ πρκ
 People often accept the established order without question.
 Ο κόσμος συχνά αποδέχεται την καθιερωμένη κατάσταση χωρίς αμφισβήτηση.
established adj (company)αναγνωρισμένος μτχ πρκ
  καταξιωμένος μτχ πρκ
  (καθομ, μεταφορικά: δουλειά)στρωμένος μτχ πρκ
 The bank is happy to lend money to established businesses that are doing well.
 Η τράπεζα δανείζει πρόθυμα χρήματα σε αναγνωρισμένες επιχειρήσεις που ευδοκιμούν.
established adj (proven)καθιερωμένος, θεμελιωμένος μτχ πρκ
  αποδεδειγμένος, εμπεριστατωμένος μτχ πρκ
 We have to work on the basis of established knowledge on the subject.
 Θα πρέπει να εργαστούμε πάνω στο θέμα με βάση τις αποδεδειγμένες γνώσεις.
established adj (person: respected)καταξιωμένος μτχ πρκ
 The lecturer is an established authority on this subject.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
establish [sth] vtr (create)ιδρύω ρ μ
  (πολιτική)εγκαθιδρύω ρ μ
 He decided to establish a hospital for sick children.
 Αποφάσισε να ιδρύσει νοσοκομείο για παιδιά.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η Κυπριακή Δημοκρατία εγκαθιδρύθηκε με τις συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου.
establish [sth] vtr (install)ιδρύω ρ μ
  (υποκατάστημα, επιχείρηση)ανοίγω ρ μ
 The chain decided to establish a restaurant in every major city in the US.
 Η αλυσίδα αποφάσισε να ανοίξει εστιατόρια σε κάθε μεγάλη πόλη των ΗΠΑ.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
establish [sth] vtr (make recognized)καθορίζω ρ μ
  καθιερώνω ρ μ
 First, they had to establish the rules.
 Πρώτα, έπρεπε να καθορίσουν τους κανόνες.
establish [sth] vtr (make happen)επιβάλλω ρ μ
 The police established order in the city.
 Η αστυνομία επέβαλε την τάξη στην πόλη.
establish [sth] vtr (promulgate)διακηρύσσω, κοινοποιώ, γνωστοποιώ ρ μ
 The miner staked out his site, to establish his claim.
 Ο μεταλλευτής οριοθέτησε με πασσάλους το οικόπεδό του, για να γνωστοποιήσει τη διεκδίκησή του.
establish [sth] vtr (demonstrate, prove)εξακριβώνω, διαπιστώνω ρ μ
  (παρουσιάζω στοιχεία)αποδεικνύω ρ μ
  καταδεικνύω ρ μ
 The police had to establish whether the man was dead or if he was just missing.
 Η αστυνομία έπρεπε να εξακριβώσει (or: διαπιστώσει) εάν ο άντρας ήταν νεκρός ή αν απλά αγνοείτο.
establish [sth] vtr (form: a relationship)δημιουργώ ρ μ
  (μεταφορικά)καλλιεργώ ρ μ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
established | establish
ΑγγλικάΕλληνικά
established church (religion)επίσημα αναγνωρισμένη εκκλησία φρ ως ουσ θηλ
established fact n ([sth] proven)εξακριβωμένο, αποδεδειγμένο γεγονός ουσ ουδ
 It is an established fact that children do better academically in single-sex schools.
long-established,
long established
adj
(old, long in existence)παλαιός επίθ
Σχόλιο: The hyphen may be omitted when the adjective follows the noun.
long-established,
long established
adj
(long the norm)καθιερωμένος μτχ πρκ
  πάγιος επίθ
pre-established adj (form or establish in advance)προκαθορισμένος μτχ πρκ
  προσχεδιασμένος μτχ πρκ
  καθορισμένος εκ των προτέρων φρ ως επίθ
  σχεδιασμένος εκ των προτέρων φρ ως επίθ
well established,
well-established
adj
(existing, proven from long ago)καθιερωμένος, παγιωμένος μτχ πρκ
  πάγιος επίθ
Σχόλιο: A hyphen is used when the adjective precedes the noun.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'established' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: is an established [rule, fact] (that), is a well-established [fact, feature, approach], a firmly established [family, company, rule], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση established στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «established».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!