estate

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ɪˈsteɪt/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ɪˈsteɪt/ ,USA pronunciation: respelling(i stāt)

Inflections of 'estate' (v): (⇒ conjugate)
estates
v 3rd person singular
estating
v pres p
estated
v past
estated
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: estate, estate car

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
estate n (large property) (μεγάλο)κτήμα ουσ θηλ
  ιδιόκτητη έκταση επίθ + ουσ θηλ
  (συνήθως σε έγγραφα)ακίνητο επίθ ως ουσ ουδ
 The Duke and his family live on an estate in the countryside.
 Ο Δούκας και η οικογένειά του ζουν σε μία ιδιόκτητη έκταση στην εξοχή.
estate n (of deceased person)περιουσία ουσ θηλ
 The will gives precise instructions as to how the estate should be divided between the deceased's surviving relatives.
 Η διαθήκη δίνει ακριβείς οδηγίες για το πως θα πρέπει να μοιραστεί η περιουσία ανάμεσα στους εν ζωή συγγενείς του νεκρού.
estate n UK (housing)συγκρότημα κατοικιών φρ ως ουσ ουδ
 The actor came from humble beginnings, having grown up on an estate in a poor area.
 Ο ηθοποιός έχει ταπεινές καταβολές, καθώς μεγάλωσε σε ένα συγκρότημα κατοικιών σε μια φτωχή περιοχή.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
estate car,
estate
n
UK (large automobile)station wagon ουσ ουδ άκλ
  στέισιον βάγκον ουσ ουδ άκλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
estate | estate car
ΑγγλικάΕλληνικά
council estate n UK (government-subsidized housing area)εργατικές κατοικίες επίθ + ουσ θηλ πλ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
estate agency,
US: real estate agency
n
(business that sells property)μεσιτικό γραφείο επίθ + ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)μεσιτικό επίθ ως ουδ
 It is generally recommended that the vendor of a house use an estate agency to avoid potential legal problems.
 Σε όσους θέλουν να πουλήσουν ένα σπίτι, συνιστάται γενικά να το κάνουν μέσω μεσιτικού γραφείου, προκειμένου να αποφύγουν προβλήματα με τον νόμο.
estate agent n UK (sells homes, property)κτηματομεσίτης, κτηματομεσίτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
 If you want to be an estate agent, you should first do a course on how to sell property.
 Αν θέλεις να γίνεις κτηματομεσίτης, πρέπει πρώτα να παρακολουθήσεις ένα σεμινάριο για τους τρόπους πώλησης ακινήτων.
estate sale n (to dispose of [sb]'s property)πώληση περιουσιακών στοιχείων περίφρ
 When old Mrs. Hutchinson passed away, her children held an estate sale to sell all the antique furniture she collected.
estate tax n (tax on property after death)φόρος κληρονομιάς ουσ αρσ
 Creating a trust is a way to avoid estate taxes.
housing estate n UK (residential development) (ΗΒ)στεγαστική ανάπτυξη έκφρ
 She lives on one of those anonymous housing estates, full of tiny houses that all look alike.
industrial estate UK (industrial park)βιομηχανικό πάρκο επίθ + ουσ ουδ
industrial park,
also UK: industrial estate
n
(business district)βιομηχανική ζώνη επίθ + ουσ θηλ
 I have a warehouse located in the industrial park.
 We plan to build our factory in the industrial estate outside the city.
 Έχω μια αποθήκη που βρίσκεται στη βιομηχανική ζώνη. // Σχεδιάζουμε να χτίσουμε το εργοστάσιο στη βιομηχανική ζώνη έξω από την πόλη.
private housing estate n (privately owned group of homes)ιδιωτικό συγκρότημα κατοικιών φρ ως ουσ ουδ
real estate n mainly US (property, land)ακίνητα ουσ ουδ πλ
 The market in real estate favors buyers right now.
 Η αγορά ακινήτων ευνοεί τους αγοραστές αυτή τη στιγμή.
real estate n US, figurative (valuable space) (μεταφορικά)χώρος ουσ αρσ
 It's hard to concentrate on work with this problem taking up real estate in my head.
real estate agency n (office for home buying and selling)μεσιτικό γραφείο επίθ + ουσ ουδ
real estate agent,
real-estate agent
n
(sells homes, property)μεσίτης, κτηματομεσίτης ουσ αρσ
 The real estate agent showed us a lot of houses before we found the perfect one.
 Ο μεσίτης μας έδειξε αρκετά σπίτια πριν βρούμε το τέλειο σπίτι.
real estate broker,
real-estate broker
n
(intermediary between buyer and seller)μεσίτης ακινήτων, μεσίτρια ακινήτων φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ
  μεσίτης, μεσίτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
  κτηματομεσίτης, κτηματομεσίτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
real estate developer n (person: renovates property)υπεύθυνος ανάπτυξης ακινήτων περίφρ
real estate development n (renovated building: for sale, rental)ανάπτυξη ακινήτων φρ ως ουσ θηλ
real estate venture n (business: property renovation)κτηματομεσιτική επιχείρηση επίθ + ουσ θηλ
  επιχείρηση αξιοποίησης ακινήτων φρ ως ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'estate' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: UK: [works as, is] an estate agent, UK: pay estate agent [fees, commissions], real estate [firms, agents, agencies], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση estate στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «estate».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!