| Κύριες μεταφράσεις |
| estate n | (large property) (μεγάλο) | κτήμα ουσ θηλ |
| | | ιδιόκτητη έκταση επίθ + ουσ θηλ |
| | (συνήθως σε έγγραφα) | ακίνητο επίθ ως ουσ ουδ |
| | The Duke and his family live on an estate in the countryside. |
| | Ο Δούκας και η οικογένειά του ζουν σε μία ιδιόκτητη έκταση στην εξοχή. |
| estate n | (of deceased person) | περιουσία ουσ θηλ |
| | The will gives precise instructions as to how the estate should be divided between the deceased's surviving relatives. |
| | Η διαθήκη δίνει ακριβείς οδηγίες για το πως θα πρέπει να μοιραστεί η περιουσία ανάμεσα στους εν ζωή συγγενείς του νεκρού. |
| estate n | UK (housing) | συγκρότημα κατοικιών φρ ως ουσ ουδ |
| | The actor came from humble beginnings, having grown up on an estate in a poor area. |
| | Ο ηθοποιός έχει ταπεινές καταβολές, καθώς μεγάλωσε σε ένα συγκρότημα κατοικιών σε μια φτωχή περιοχή. |
Σύνθετοι τύποι: estate | estate car |
| council estate n | UK (government-subsidized housing area) | εργατικές κατοικίες επίθ + ουσ θηλ πλ |
| Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. |
estate agency, US: real estate agency n | (business that sells property) | μεσιτικό γραφείο επίθ + ουσ ουδ |
| | (καθομιλουμένη) | μεσιτικό επίθ ως ουδ |
| | It is generally recommended that the vendor of a house use an estate agency to avoid potential legal problems. |
| | Σε όσους θέλουν να πουλήσουν ένα σπίτι, συνιστάται γενικά να το κάνουν μέσω μεσιτικού γραφείου, προκειμένου να αποφύγουν προβλήματα με τον νόμο. |
| estate agent n | UK (sells homes, property) | κτηματομεσίτης, κτηματομεσίτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| | If you want to be an estate agent, you should first do a course on how to sell property. |
| | Αν θέλεις να γίνεις κτηματομεσίτης, πρέπει πρώτα να παρακολουθήσεις ένα σεμινάριο για τους τρόπους πώλησης ακινήτων. |
| estate sale n | (to dispose of [sb]'s property) | πώληση περιουσιακών στοιχείων περίφρ |
| | When old Mrs. Hutchinson passed away, her children held an estate sale to sell all the antique furniture she collected. |
| estate tax n | (tax on property after death) | φόρος κληρονομιάς ουσ αρσ |
| | Creating a trust is a way to avoid estate taxes. |
| housing estate n | UK (residential development) (ΗΒ) | στεγαστική ανάπτυξη έκφρ |
| | She lives on one of those anonymous housing estates, full of tiny houses that all look alike. |
| industrial estate | UK (industrial park) | βιομηχανικό πάρκο επίθ + ουσ ουδ |
industrial park, also UK: industrial estate n | (business district) | βιομηχανική ζώνη επίθ + ουσ θηλ |
| | I have a warehouse located in the industrial park. |
| | We plan to build our factory in the industrial estate outside the city. |
| | Έχω μια αποθήκη που βρίσκεται στη βιομηχανική ζώνη. // Σχεδιάζουμε να χτίσουμε το εργοστάσιο στη βιομηχανική ζώνη έξω από την πόλη. |
| private housing estate n | (privately owned group of homes) | ιδιωτικό συγκρότημα κατοικιών φρ ως ουσ ουδ |
| real estate n | mainly US (property, land) | ακίνητα ουσ ουδ πλ |
| | The market in real estate favors buyers right now. |
| | Η αγορά ακινήτων ευνοεί τους αγοραστές αυτή τη στιγμή. |
| real estate n | US, figurative (valuable space) (μεταφορικά) | χώρος ουσ αρσ |
| | It's hard to concentrate on work with this problem taking up real estate in my head. |
| real estate agency n | (office for home buying and selling) | μεσιτικό γραφείο επίθ + ουσ ουδ |
real estate agent, real-estate agent n | (sells homes, property) | μεσίτης, κτηματομεσίτης ουσ αρσ |
| | The real estate agent showed us a lot of houses before we found the perfect one. |
| | Ο μεσίτης μας έδειξε αρκετά σπίτια πριν βρούμε το τέλειο σπίτι. |
real estate broker, real-estate broker n | (intermediary between buyer and seller) | μεσίτης ακινήτων, μεσίτρια ακινήτων φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ |
| | | μεσίτης, μεσίτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| | | κτηματομεσίτης, κτηματομεσίτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| real estate developer n | (person: renovates property) | υπεύθυνος ανάπτυξης ακινήτων περίφρ |
| real estate development n | (renovated building: for sale, rental) | ανάπτυξη ακινήτων φρ ως ουσ θηλ |
| real estate venture n | (business: property renovation) | κτηματομεσιτική επιχείρηση επίθ + ουσ θηλ |
| | | επιχείρηση αξιοποίησης ακινήτων φρ ως ουσ θηλ |