confirmed

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/kənˈfɜːrmd/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/kənˈfɝmd/ ,USA pronunciation: respelling(kən fûrmd)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: confirmed, confirm

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
confirmed adj (verified)επιβεβαιωμένος μτχ πρκ
  που έχει επιβεβαιωθεί περίφρ
 Please find attached your confirmed travel itinerary.
confirmed adj (person: having an established habit) (μτφ, καθομ: από τον ίδιο)δηλωμένος μτχ πρκ
  (μτφ, καθομ: από τρίτους)επιβεβαιωμένος μτχ πρκ
  (κυρίως εργένης)αιώνιος επίθ
 John is a confirmed bachelor: 50 years old and never married.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
confirmed adj (received confirmation)επιβεβαιωμένος μτχ πρκ
  που έχει επιβεβαιωθεί περίφρ
 The travelers have a confirmed reservation at this hotel.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
confirm [sth] vtr (verify)επιβεβαιώνω ρ μ
 I would like to confirm my travel reservations.
 Θα ήθελα να επιβεβαιώσω την κράτησή μου για το ταξίδι.
confirm [sth] vtr (acknowledge)επιβεβαιώνω ρ μ
 The hotel has confirmed our reservation.
 The bank has confirmed receipt of the money.
confirm [sth] vtr (prove [sth])επαληθεύω, επιβεβαιώνω ρ μ
 The facts confirm the theory.
 Τα γεγονότα επαληθεύουν (or: επιβεβαιώνουν) τη θεωρία.
confirm [sth] vtr (agree [sth] is true)επιβεβαιώνω ρ μ
 The spokesman refused to confirm the rumours.
 Ο εκπρόσωπος αρνήθηκε να επιβεβαιώσει τις φήμες.
confirm [sth] to [sb] vtr + prep (acknowledge to)στέλνω επιβεβαίωση σε κπ για κτ έκφρ
  επιβεβαιώνω κτ σε κπ έκφρ
 The hotel confirmed my booking to me by email.
 Το ξενοδοχείο μου έστειλε μέσω email την επιβεβαίωση της κράτησής μου.
 Το ξενοδοχείο μου επιβεβαίωσε μέσω email την κράτησή μου.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
confirm [sb] vtr usu passive (undergo religious confirmation)χρίω, χρίζω ρ μ
  χρίομαι, χρίζομαι ρ αμ
  (κυριολεκτικά)παίρνω το χρίσμα περίφρ
 He was confirmed in a church service.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
confirmed | confirm
ΑγγλικάΕλληνικά
confirmed bachelor n (man not likely to marry)ορκισμένος εργένης φρ ως ουσ αρσ
to be confirmed adj (not yet officially decided)προς επιβεβαίωση φρ ως επίθ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'confirmed' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: a confirmed [address, phone number], [ten] confirmed [deaths, casualties], [ten] confirmed [sightings, reports, cases] of, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση confirmed στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «confirmed».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!