WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| establishment n | (creation) | ίδρυση ουσ θηλ |
| | The establishment of the Church of England took place in 1534. |
| | Η ίδρυση της Εκκλησίας της Αγγλίας πραγματοποιήθηκε το 1534. |
| establishment n | (business, organization) | ίδρυση, σύσταση ουσ θηλ |
| | The current chairman was responsible for the establishment of the business thirty years ago. |
| | Ο τωρινός πρόεδρος ήταν υπεύθυνος για την ίδρυση της εταιρείας πριν από τριάντα χρόνια. |
| establishment n | (place of business) | επιχείρηση ουσ θηλ |
| | (ο χώρος) | εγκαταστάσεις ουσ θηλ πλ |
| | The police warned the nightclub owner that they would close his establishment if they caught anyone selling drugs on the premises. |
| | Η αστυνομία προειδοποίησε τον ιδιοκτήτη του νυχτερινού κέντρου ότι θα έκλειναν την επιχείρησή του αν συλλάμβαναν κάποιον να πουλάει ναρκωτικά στον χώρο του. |
the establishment, the Establishment n | often capitalized (social, political order) | καθεστώς ουσ ουδ |
| | (αρνητική χροιά) | κατεστημένο ουσ ουδ |
| | The rebels wanted to overthrow the Establishment. |
| | Οι επαναστάτες ήθελαν να ανατρέψουν το καθεστώς. |
| | Οι επαναστάτες ήθελαν να ανατρέψουν το κατεστημένο. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: