• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: depending on, depend on

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
depending on [sth] prep (determined by)ανάλογα με κτ επίρ + πρόθ
 Depending on the weather, I may go camping this weekend.
depending on [sth] prep (according to)ανάλογα με κτ επίρ + πρόθ
 The recipe makes 24 or 30 cookies, depending on size.
 Η συνταγή βγάζει 24 με 30 μπισκότα, ανάλογα με το μέγεθος.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
depend on [sth],
depend upon [sth]
vtr phrasal insep
(be determined by [sth])εξαρτώμαι από κτ ρ αμ + πρόθ
 Whether the heating will be fixed today depends on the repairman's schedule.
 Το κατά πόσον θα φτιαχτεί η θέρμανση σήμερα εξαρτάται από το πρόγραμμα του τεχνικού.
depend on doing [sth],
depend upon doing [sth]
v expr
(necessitate doing)εξαρτώμαι από κτ ρ αμ + πρόθ
  προϋποθέτω ρ μ
  εξαρτώμαι από κτ ρ αμ + πρόθ
 Getting a driving licence depends upon passing the written and practical examinations.
depend on [sth],
depend upon [sth]
vtr phrasal insep
(be assured of) (σε κάτι)βασίζομαι ρ αμ
 You may depend absolutely upon your solicitor's discretion.
 Μπορείς να βασίζεσαι απόλυτα στη διακριτικότητα του δικηγόρου σου.
depend on [sth],
depend upon [sth]
vtr phrasal insep
(trust in [sth](σε κάτι)βασίζομαι ρ αμ
 I depended on her ability to keep a secret.
 Βασιζόμουν στην ικανότητά της να κρατήσει μυστικό.
depend on [sb],
depend upon [sb]
vtr phrasal sep
(be supported financially by) (από κπ)εξαρτώμαι οικονομικά ρ αμ + πρόθ
 In the 1950s, most women in the US did not do paid work and depended on their husbands.
 Τη δεκαετία του ’50, οι περισσότερες γυναίκες στις ΗΠΑ δεν εργάζονταν και εξαρτιόνταν οικονομικά από τους συζύγους τους.
depend on [sb],
depend upon [sb]
vtr phrasal sep
(rely on [sb](σε κάποιον)βασίζομαι ρ αμ
 She is a proud lady and doesn't like having to depend on her relatives for help.
 Είναι μια περήφανη κυρία και δεν της αρέσει να πρέπει να βασίζεται στους συγγενείς της για βοήθεια.
depend on [sb] to do [sth],
depend upon [sb] to do [sth]
v expr
(rely on [sb] doing [sth])εξαρτώμαι από κπ για να κάνω κτ περίφρ
  (μεταφορικά)στηρίζομαι σε κπ για να κάνω κτ περίφρ
 I depend on Barbara to drive me to the hospital each week.
 Εξαρτώμαι από την Μπάρμπαρα, για να με πηγαίνει κάθε εβδομάδα στο νοσοκομείο με το αυτοκίνητο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
depending on | depend on
ΑγγλικάΕλληνικά
depending on circumstances expr (according to situation)ανάλογα με τις συνθήκες, ανάλογα με τις περιστάσεις έκφρ
  αναλόγως των συνθηκών έκφρ
 Other sources of funding may be available, depending on circumstances.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'depending on' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση depending on στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «depending on».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!