• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: crushed, crush

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
crushed adj (pressed with destructive force)σπασμένος μτχ πρκ
  θρυμματισμένος μτχ πρκ
  κομματιασμένος μτχ πρκ
  (ξηροί καρποί)κοπανισμένος μτχ πρκ
 Put a pan on a high heat and add the crushed nuts.
crushed adj (pounded into particles or powder)σε σκόνη περίφρ
  θρυμματισμένος μτχ πρκ
  κομματιασμένος μτχ πρκ
  κονιορτοποιημένος μτχ πρκ
 This recipe needs crushed cinnamon sticks.
crushed adj (ice: broken into tiny pieces)θρυμματισμένος μτχ πρκ
  κομματιασμένος μτχ πρκ
  σπασμένος μτχ πρκ
 Alice used a blender to make crushed ice.
crushed adj (crumpled or made smaller)τσαλακωμένος μτχ πρκ
  (καθομιλουμένη)πατημένος μτχ πρκ
 Mike threw the crushed can in the bin.
crushed adj figurative (upset)συντετριμμένος μτχ πρκ
  πολύ αναστατωμένος περίφρ
 Colin had a crushed expression on his face.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
crush [sth] vtr (press with destructive force)σπάω ρ μ
  (επίσημο)συνθλίβω ρ μ
  συντρίβω ρ μ
 He crushed the nut to break it into many pieces.
 Έσπασε το καρύδι κι αυτό σκορπίστηκε σε πολλά κομμάτια.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το εμπορευματοκιβώτιο έπεσε πάνω σε δύο αμάξια και τα συνέτριψε.
crush [sth] vtr (pound into small particles or powder)αλέθω ρ μ
  (καθομιλουμένη)κάνω σκόνη περίφρ
  (επίσημο)κονιορτοποιώ ρ μ
 The chef crushed the cinnamon sticks into a powder.
 Ο μάγειρας άλεσε τα ξύλα κανέλας σε σκόνη.
crush [sth] vtr (ice: break into tiny pieces)θρυμματίζω ρ μ
 Crush the ice in a blender.
 Θρυμμάτισε τον πάγο σε ένα μπλέντερ.
crush [sth] from [sth] vtr + prep (extract liquid)στύβω ρ μ
  (κατά λέξη)βγάζω το χυμό από περίφρ
 They crushed the juice from an orange to make a drink.
 Έστυψαν τον χυμό από ένα πορτοκάλι για να φτιάξουν ένα ποτό.
crush [sth] vtr (crumple, make smaller)συνθλίβω ρ μ
  (ρούχα)τσαλακώνω ρ μ
 She crushed the can with her foot. Being packed in a suitcase has completely crushed my clothes; I need to iron them all now!
 Σύνθλιψε το κουτί της κονσέρβας με το πόδι της.
crush [sth] vtr figurative (defeat thoroughly) (μεταφορικά)συντρίβω ρ μ
  κατατροπώνω ρ μ
  νικώ κατά κράτος έκφρ
 Our army completely crushed the enemy.
 The away team crushed the home players, beating them 33 to 12.
 Ο στρατός μας συνέτριψε τον εχθρό.
 Η εκτός έδρας ομάδα κατατρόπωσε την γηπεδούχο με 33-12.
crush [sb] vtr figurative (upset)στενοχωριέμαι, καταστενοχωριέμαι ρ μ
  κάνω κπ ράκος περίφρ
  κάνω κπ χάλια περίφρ
 Julie was crushed by the news that she hadn't got into the course she wanted to do.
 Η Τζούλι καταστενοχωρήθηκε όταν έμαθε πως δεν μπήκε στον πρόγραμμα σπουδών που επιθυμούσε.
crush n figurative (large throng, crowd)κοσμοσυρροή ουσ θηλ
  πλήθος ουσ ουδ
 There was a crush of students at the bookstore on the first day of classes.
 Υπήρχε κοσμοσυρροή (or: πλήθος) μαθητών στο βιβλιοπωλείο την πρώτη μέρα των μαθημάτων.
crush n informal (temporary infatuation) (καθομιλουμένη: έρωτας)καψούρα ουσ θηλ
  (μεταφορικά)το να είμαι τσιμπημένος έκφρ
  το να δαγκώνω τη λαμαρίνα έκφρ
  (πιο επίσημο)περαστικός έρωτας επίθ + ουσ αρσ
 Crushes are common among teenagers.
 Είναι σύνηθες για τους εφήβους να δαγκώνουν τη λαμαρίνα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
crush n (act of crushing)σύνθλιψη, συντριβή ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)σπάσιμο ουσ ουδ
 His ship was trapped in the crush of the ice.
crush vi (move by pressing or crowding)σπρώχνομαι ρ αμ
 After the concert, the crowd crushed towards the exit doors.
crush [sb] vtr figurative (hug with force)αγκαλιάζω σφιχτά κπ ρ μ + επίρ
  (μεταφορικά)κάνω κπ μια σφιχτή αγκαλιά έκφρ
  (μεταφορικά)πνίγω, λιώνω ρ μ
 Shireen's dad crushed her affectionately in his arms.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
crushed | crush
ΑγγλικάΕλληνικά
crushed velvet n (fabric)βελούδο crushed φρ ως ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'crushed' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση crushed στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «crushed».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!