crushing

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈkrʌʃɪŋ/

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: crushing, crush

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
crushing adj (hit, blow: destructive) (χτύπημα)συντριπτικός, εξοντωτικός επίθ
 A crushing blow sent him reeling across the room.
 Ένα συντριπτικό χτύπημα τον έκανε να γυρνάει σβούρες στο δωμάτιο.
crushing adj figurative (defeat: forceful, decisive) (ήττα)αποφασιστικός, κρίσιμος επίθ
  (μεταφορικά)ισχυρός, δυνατός επίθ
 The last-minute defeat was a crushing blow for the team.
 Η ήττα της τελευταίας στιγμής ήταν ένα κρίσιμο χτύπημα για την ομάδα.
crushing adj figurative (emotionally: devastating) (συναισθηματικά)συντριπτικός, καταστρεπτικός, ολέθριος επίθ
 The news of her sister's death was crushing.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
crush [sth] vtr (press with destructive force)σπάω ρ μ
  (επίσημο)συνθλίβω ρ μ
  συντρίβω ρ μ
 He crushed the nut to break it into many pieces.
 Έσπασε το καρύδι κι αυτό σκορπίστηκε σε πολλά κομμάτια.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το εμπορευματοκιβώτιο έπεσε πάνω σε δύο αμάξια και τα συνέτριψε.
crush [sth] vtr (pound into small particles or powder)αλέθω ρ μ
  (καθομιλουμένη)κάνω σκόνη περίφρ
  (επίσημο)κονιορτοποιώ ρ μ
 The chef crushed the cinnamon sticks into a powder.
 Ο μάγειρας άλεσε τα ξύλα κανέλας σε σκόνη.
crush [sth] vtr (ice: break into tiny pieces)θρυμματίζω ρ μ
 Crush the ice in a blender.
 Θρυμμάτισε τον πάγο σε ένα μπλέντερ.
crush [sth] from [sth] vtr + prep (extract liquid)στύβω ρ μ
  (κατά λέξη)βγάζω το χυμό από περίφρ
 They crushed the juice from an orange to make a drink.
 Έστυψαν τον χυμό από ένα πορτοκάλι για να φτιάξουν ένα ποτό.
crush [sth] vtr (crumple, make smaller)συνθλίβω ρ μ
  (ρούχα)τσαλακώνω ρ μ
 She crushed the can with her foot. Being packed in a suitcase has completely crushed my clothes; I need to iron them all now!
 Σύνθλιψε το κουτί της κονσέρβας με το πόδι της.
crush [sth] vtr figurative (defeat thoroughly) (μεταφορικά)συντρίβω ρ μ
  κατατροπώνω ρ μ
  νικώ κατά κράτος έκφρ
 Our army completely crushed the enemy.
 The away team crushed the home players, beating them 33 to 12.
 Ο στρατός μας συνέτριψε τον εχθρό.
 Η εκτός έδρας ομάδα κατατρόπωσε την γηπεδούχο με 33-12.
crush [sb] vtr figurative (upset)στενοχωριέμαι, καταστενοχωριέμαι ρ μ
  κάνω κπ ράκος περίφρ
  κάνω κπ χάλια περίφρ
 Julie was crushed by the news that she hadn't got into the course she wanted to do.
 Η Τζούλι καταστενοχωρήθηκε όταν έμαθε πως δεν μπήκε στον πρόγραμμα σπουδών που επιθυμούσε.
crush n figurative (large throng, crowd)κοσμοσυρροή ουσ θηλ
  πλήθος ουσ ουδ
 There was a crush of students at the bookstore on the first day of classes.
 Υπήρχε κοσμοσυρροή (or: πλήθος) μαθητών στο βιβλιοπωλείο την πρώτη μέρα των μαθημάτων.
crush n informal (temporary infatuation) (καθομιλουμένη: έρωτας)καψούρα ουσ θηλ
  (μεταφορικά)το να είμαι τσιμπημένος έκφρ
  το να δαγκώνω τη λαμαρίνα έκφρ
  (πιο επίσημο)περαστικός έρωτας επίθ + ουσ αρσ
 Crushes are common among teenagers.
 Είναι σύνηθες για τους εφήβους να δαγκώνουν τη λαμαρίνα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
crush n (act of crushing)σύνθλιψη, συντριβή ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)σπάσιμο ουσ ουδ
 His ship was trapped in the crush of the ice.
crush vi (move by pressing or crowding)σπρώχνομαι ρ αμ
 After the concert, the crowd crushed towards the exit doors.
crush [sb] vtr figurative (hug with force)αγκαλιάζω σφιχτά κπ ρ μ + επίρ
  (μεταφορικά)κάνω κπ μια σφιχτή αγκαλιά έκφρ
  (μεταφορικά)πνίγω, λιώνω ρ μ
 Shireen's dad crushed her affectionately in his arms.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
crushing | crush
ΑγγλικάΕλληνικά
bone-crushing adj figurative (forceful)πάρα πολύ δυνατός φρ ως επίθ
  (μεταφορικά)που σπάει κόκαλα έκφρ
 I like firm handshakes: neither wimpy, nor bone-crushing.
 Μου αρέσουν οι σφιχτές χειραψίες. Δεν θέλω να είναι ούτε χλιαρές ούτε να σου σπάνε τα κόκαλα.
bone-crushing adj figurative (painful) (μεταφορικά)επίπονος επίθ
 Harvesting vegetables is bone-crushing work.
crushing blow n figurative (great disappointment)μεγάλη απογοήτευση, σκέτη απογοήτευση επίθ + ουσ θηλ
crushing defeat n figurative (total defeat) (μεταφορικά)ήττα κατά κράτος έκφρ
 The Battle of Waterloo was a crushing defeat for Napoleon Bonaparte.
crushing pain n (painful sensation of pressure)μη διαθέσιμη μετάφραση
crushing remark n figurative (brutal criticism) (μεταφορικά)κακεντρεχής κριτική έκφρ
 The actor tried to ignore the critics' crushing remarks about his performance.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'crushing' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση crushing στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «crushing».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!