Κύριες μεταφράσεις |
crushing adj | (hit, blow: destructive) (χτύπημα) | συντριπτικός, εξοντωτικός επίθ |
| A crushing blow sent him reeling across the room. |
| Ένα συντριπτικό χτύπημα τον έκανε να γυρνάει σβούρες στο δωμάτιο. |
crushing adj | figurative (defeat: forceful, decisive) (ήττα) | αποφασιστικός, κρίσιμος επίθ |
| (μεταφορικά) | ισχυρός, δυνατός επίθ |
| The last-minute defeat was a crushing blow for the team. |
| Η ήττα της τελευταίας στιγμής ήταν ένα κρίσιμο χτύπημα για την ομάδα. |
crushing adj | figurative (emotionally: devastating) (συναισθηματικά) | συντριπτικός, καταστρεπτικός, ολέθριος επίθ |
| The news of her sister's death was crushing. |
Κύριες μεταφράσεις |
crush [sth]⇒ vtr | (press with destructive force) | σπάω ρ μ |
| (επίσημο) | συνθλίβω ρ μ |
| | συντρίβω ρ μ |
| He crushed the nut to break it into many pieces. |
| Έσπασε το καρύδι κι αυτό σκορπίστηκε σε πολλά κομμάτια. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το εμπορευματοκιβώτιο έπεσε πάνω σε δύο αμάξια και τα συνέτριψε. |
crush [sth] vtr | (pound into small particles or powder) | αλέθω ρ μ |
| (καθομιλουμένη) | κάνω σκόνη περίφρ |
| (επίσημο) | κονιορτοποιώ ρ μ |
| The chef crushed the cinnamon sticks into a powder. |
| Ο μάγειρας άλεσε τα ξύλα κανέλας σε σκόνη. |
crush [sth] vtr | (ice: break into tiny pieces) | θρυμματίζω ρ μ |
| Crush the ice in a blender. |
| Θρυμμάτισε τον πάγο σε ένα μπλέντερ. |
crush [sth] from [sth] vtr + prep | (extract liquid) | στύβω ρ μ |
| (κατά λέξη) | βγάζω το χυμό από περίφρ |
| They crushed the juice from an orange to make a drink. |
| Έστυψαν τον χυμό από ένα πορτοκάλι για να φτιάξουν ένα ποτό. |
crush [sth] vtr | (crumple, make smaller) | συνθλίβω ρ μ |
| (ρούχα) | τσαλακώνω ρ μ |
| She crushed the can with her foot. Being packed in a suitcase has completely crushed my clothes; I need to iron them all now! |
| Σύνθλιψε το κουτί της κονσέρβας με το πόδι της. |
crush [sth] vtr | figurative (defeat thoroughly) (μεταφορικά) | συντρίβω ρ μ |
| | κατατροπώνω ρ μ |
| | νικώ κατά κράτος έκφρ |
| Our army completely crushed the enemy. |
| The away team crushed the home players, beating them 33 to 12. |
| Ο στρατός μας συνέτριψε τον εχθρό. |
| Η εκτός έδρας ομάδα κατατρόπωσε την γηπεδούχο με 33-12. |
crush [sb]⇒ vtr | figurative (upset) | στενοχωριέμαι, καταστενοχωριέμαι ρ μ |
| | κάνω κπ ράκος περίφρ |
| | κάνω κπ χάλια περίφρ |
| Julie was crushed by the news that she hadn't got into the course she wanted to do. |
| Η Τζούλι καταστενοχωρήθηκε όταν έμαθε πως δεν μπήκε στον πρόγραμμα σπουδών που επιθυμούσε. |
crush n | figurative (large throng, crowd) | κοσμοσυρροή ουσ θηλ |
| | πλήθος ουσ ουδ |
| There was a crush of students at the bookstore on the first day of classes. |
| Υπήρχε κοσμοσυρροή (or: πλήθος) μαθητών στο βιβλιοπωλείο την πρώτη μέρα των μαθημάτων. |
crush n | informal (temporary infatuation) (καθομιλουμένη: έρωτας) | καψούρα ουσ θηλ |
| (μεταφορικά) | το να είμαι τσιμπημένος έκφρ |
| | το να δαγκώνω τη λαμαρίνα έκφρ |
| (πιο επίσημο) | περαστικός έρωτας επίθ + ουσ αρσ |
| Crushes are common among teenagers. |
| Είναι σύνηθες για τους εφήβους να δαγκώνουν τη λαμαρίνα. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
crush n | (act of crushing) | σύνθλιψη, συντριβή ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη) | σπάσιμο ουσ ουδ |
| His ship was trapped in the crush of the ice. |
crush⇒ vi | (move by pressing or crowding) | σπρώχνομαι ρ αμ |
| After the concert, the crowd crushed towards the exit doors. |
crush [sb]⇒ vtr | figurative (hug with force) | αγκαλιάζω σφιχτά κπ ρ μ + επίρ |
| (μεταφορικά) | κάνω κπ μια σφιχτή αγκαλιά έκφρ |
| (μεταφορικά) | πνίγω, λιώνω ρ μ |
| Shireen's dad crushed her affectionately in his arms. |