crunch

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈkrʌntʃ/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/krʌntʃ/ ,USA pronunciation: respelling(krunch)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
crunch [sth] vtr (bite loudly)μασουλάω, μασουλώ ρ μ
  (κάτι σκληρό ή ξερό)τραγανίζω, κριτσανίζω, ροκανίζω ρ μ
 I hear someone crunching potato chips on the other side of room.
 Ακούω κάποιον να μασουλά πατατάκια στην άλλη πλευρά του δωματίου.
crunch on [sth] vi + prep (eat with loud bites)μασουλάω, μασουλώ ρ μ
  (κάτι σκληρό ή ξερό)τραγανίζω, κριτσανίζω, ροκανίζω ρ μ
 The boy was crunching on a juicy red apple.
 Το αγόρι μασουλούσε ένα ζουμερό κόκκινο μήλο.
crunch [sth] vtr (break noisily)συνθλίβω ρ μ + επίθ
  (με θόρυβο)σπάω, σπάζω ρ μ
  θρυμματίζω ρ μ
 Jane picked up some dry leaves and crunched them in her hand.
 Η Τζέιν μάζεψε μερικά στεγνά φύλλα και τα έσπασε μέσα στη χούφτα της.
crunch n (brittle sound)τρίξιμο ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)κριτς κρατς φρ ως ουσ ουδ
 I heard the crunch of a footstep on loose gravel.
 Άκουσα το τρίξιμο ενός βήματος πάνω σε χαλίκι.
the crunch n figurative, informal (decisive moment) (μεταφορικά)η στιγμή της αλήθειας φρ ως ουσ θηλ
  το διαταύτα φρ ως ουσ ουδ
  η κρίσιμη στιγμή φρ ως ουσ θηλ
 They argue a lot, but when it comes to the crunch, they are very loyal to each other.
 Διαφωνούν πολύ, αλλά όταν έρχεται η στιγμή της αλήθειας είναι πολύ πιστοί ο ένας στον άλλο.
crunches npl (abdominal exercise) (συνήθως πληθυντικός: άσκηση)κοιλιακός επίθ ως ουσ αρσ
  (μεταφορικά, ανεπίσημο)ροκάνισμα ουσ ουδ
 Greg is doing 100 crunches a day, hoping to make his stomach flatter.
 Ο Γκρεγκ κάνει 100 κοιλιακούς την ημέρα ελπίζοντας να κάνει την κοιλιά του επίπεδη.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
crunch n informal (credit crunch: economic crisis)οικονομική κρίση επίθ + ουσ θηλ
  οικονομική δυσχέρεια επίθ + ουσ θηλ
 The company folded due to the crunch.
crunch n (shortage)έλλειψη ουσ θηλ
  ανεπάρκεια ουσ θηλ
 There will be an energy crunch, as the need for electricity increases.
 The increase in population has caused a housing crunch.
crunch vi (break noisily) (έμφαση στο σπάσιμο)σπάω ρ αμ
  θρυμματίζομαι ρ αμ
  (έμφαση στον ήχο)κάνω κρακ περίφρ
  τρίζω ρ αμ
 As Bob walked, fresh snow crunched under his feet.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
credit crunch n informal (economic recession)πιστωτική κρίση επίθ + ουσ θηλ
 The bank refused me a loan because of the credit crunch.
crunch numbers,
crunch the numbers
v expr
(perform numerical calculations)κάνω υπολογισμούς ρ μ + ουσ αρσ πλ
 She developed a budget for the company after crunching the numbers.
crunch numbers,
crunch the numbers
v expr
(process data)επεξεργάζομαι αριθμητικά δεδομένα έκφρ
crunch time n informal (decisive moment)η ώρα της κρίσης φρ ως ουσ θηλ
  κρίσιμη στιγμή επίθ + ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'crunch' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: is the crunch [year, month, period, time] for, am in a bit of a time crunch, left me in quite a crunch, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση crunch στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «crunch».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!