Κύριες μεταφράσεις |
crunch [sth]⇒ vtr | (bite loudly) | μασουλάω, μασουλώ ρ μ |
| (κάτι σκληρό ή ξερό) | τραγανίζω, κριτσανίζω, ροκανίζω ρ μ |
| I hear someone crunching potato chips on the other side of room. |
| Ακούω κάποιον να μασουλά πατατάκια στην άλλη πλευρά του δωματίου. |
crunch on [sth] vi + prep | (eat with loud bites) | μασουλάω, μασουλώ ρ μ |
| (κάτι σκληρό ή ξερό) | τραγανίζω, κριτσανίζω, ροκανίζω ρ μ |
| The boy was crunching on a juicy red apple. |
| Το αγόρι μασουλούσε ένα ζουμερό κόκκινο μήλο. |
crunch [sth] vtr | (break noisily) | συνθλίβω ρ μ + επίθ |
| (με θόρυβο) | σπάω, σπάζω ρ μ |
| | θρυμματίζω ρ μ |
| Jane picked up some dry leaves and crunched them in her hand. |
| Η Τζέιν μάζεψε μερικά στεγνά φύλλα και τα έσπασε μέσα στη χούφτα της. |
crunch n | (brittle sound) | τρίξιμο ουσ ουδ |
| (καθομιλουμένη) | κριτς κρατς φρ ως ουσ ουδ |
| I heard the crunch of a footstep on loose gravel. |
| Άκουσα το τρίξιμο ενός βήματος πάνω σε χαλίκι. |
the crunch n | figurative, informal (decisive moment) (μεταφορικά) | η στιγμή της αλήθειας φρ ως ουσ θηλ |
| | το διαταύτα φρ ως ουσ ουδ |
| | η κρίσιμη στιγμή φρ ως ουσ θηλ |
| They argue a lot, but when it comes to the crunch, they are very loyal to each other. |
| Διαφωνούν πολύ, αλλά όταν έρχεται η στιγμή της αλήθειας είναι πολύ πιστοί ο ένας στον άλλο. |
crunches npl | (abdominal exercise) (συνήθως πληθυντικός: άσκηση) | κοιλιακός επίθ ως ουσ αρσ |
| (μεταφορικά, ανεπίσημο) | ροκάνισμα ουσ ουδ |
| Greg is doing 100 crunches a day, hoping to make his stomach flatter. |
| Ο Γκρεγκ κάνει 100 κοιλιακούς την ημέρα ελπίζοντας να κάνει την κοιλιά του επίπεδη. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
crunch n | informal (credit crunch: economic crisis) | οικονομική κρίση επίθ + ουσ θηλ |
| | οικονομική δυσχέρεια επίθ + ουσ θηλ |
| The company folded due to the crunch. |
crunch n | (shortage) | έλλειψη ουσ θηλ |
| | ανεπάρκεια ουσ θηλ |
| There will be an energy crunch, as the need for electricity increases. |
| The increase in population has caused a housing crunch. |
crunch⇒ vi | (break noisily) (έμφαση στο σπάσιμο) | σπάω ρ αμ |
| | θρυμματίζομαι ρ αμ |
| (έμφαση στον ήχο) | κάνω κρακ περίφρ |
| | τρίζω ρ αμ |
| As Bob walked, fresh snow crunched under his feet. |